Βλέπεις, η ικανότητα μου να αναρρώνω είναι η καλύτερη. | I'm normally really quick to recover from things. |
Θα αρχίσω να αναρρώνω, θα βγω από εδώ και θα αρχίσω να το ρίχνω έξω και να ευχαριστιέμαι τη ζωή. | I-I will be on the road to recovery and I'll be out there again doing crazy things and enjoying life. |
Τώρα που αναρρώνω και... | I'm on the road to recovery and... |
"Ελπίζω να αναρρώνεις!" "Σουζάν" | "Hope you're recovering!" "Suzanne" |
- Όχι, Πίτερ, αναρρώνεις ακόμα. | - No, no, Peter, - you are still recovering. |
- Ακόμα αναρρώνεις από το ατύχημα. | You are still... you're recovering from the accident. |
- Ακόμη αναρρώνεις. | - You're still recovering. |
- Δεν αναρρώνεις τόσο γρήγορα. | Your body's not gonna recover as fast as others. |
Έφυγε. Σίγουρα, για να προστατεύσει τον Μάικλ... όσο θα αναρρώνει από τα τραύματα που υπέστη. | No doubt to protect Mikael while he recovers from the wounds he sustained. |
Ή αρρωσταίνει από ισπανική γρίπη και αναρρώνει, αλλά πρώτα κολλάει αυτόν από το Ντένβερ που γυρίζει πίσω, μολύνει το μισό αεροδρόμιο και καταρρέει. | Or, Baltimore comes down with the Spanish Flu and recovers, but first passes it on to Denver who flies home, infects half the airport... - Half the airport, right. - And keels over. |
Όσο αναρρώνει, η μετοχή δεν θα κάνει βουτιά, ούτε ίντσα. | And as long as he recovers, that stock won't dip an inch. |
Βλέπετε, Niklaus θα είναι αδύναμη καθώς αναρρώνει. | You see, Niklaus will be weak as he recovers. |
Εννοώ, όπως αναρρώνει σε πλήρη κατάσταση. | Well, as he recovers his full capabilities. |
Μόλις τώρα αναρρώνουμε από τον εγωιστικό αγώνα της Σάτσουμα να ελέγχει τα πάντα. | We're just now recovering from Satsuma's selfish struggle to control everything. |
Να αναρρώνουμε από το απροσδόκητο. | To recover from something you never saw coming. |
- Μπράβο, αναρρώνετε βλέπω. | Bravo, I see you're recovering well. |
"Όσοι πεθαίνουν, ποτέ δεν αναρρώνουν" | "Those who do die, do never recover." |
'Οσοι έπρεπε να ζήσουν αναρρώνουν κι όσοι ήταν να πεθάνουν, φεύγουν; | Then people meant to live recover, those meant to die pass away? |
- Δεν ξέρουμε πως, αλλά όλοι αναρρώνουν. | We don't know how, but everyone's recovering. |
Έρευνες που έγιναν σε μεγάλα νοσοκομεία, δείχνουν πως οι ευτυχισμένοι ασθενείς αναρρώνουν γρηγορότερα. | Studies conducted in major hospitals indicate that happy patients recover faster. |
Έχω όλες αυτές τις ασθενείς που αναρρώνουν... | I have all these patients recovering... |
- Εγώ αν ανάρρωσα; | -Am l recovered? |
- Εγώ ανάρρωσα. | - I recovered. |
Αλλά ανάρρωσα. | But I recovered. |
Αν εγώ ανάρρωσα, ίσως και ο γιος μου να έζησε. | If I recovered, maybe my son did too. |
Εφόσον εγώ ανάρρωσα, ίσως τα κατάφερε και ο γιος μου. | If I recovered, maybe my son did too. He could be out there somewhere. |
"Τζουλιέτ, χαίρομαι που ανάρρωσες." | "Juliette, good you have recovered. |
'κουσα ότι ανάρρωσες. | I heard you recovered. |
- Κι ανάρρωσες πάνω στην ώρα. | And you recovered just in time. |
-Χαίρομαι που βλέπω ότι ανάρρωσες, αγαπητή μου. | -I am glad to see you've recovered, my dear. |
Έκαναν την μεταμόσχευση και ανάρρωσες. | They performed the transplant and you recovered. |
"Ξάδελφος Γουίλιαμ ανάρρωσε εντελώς. | "Cousin William completely recovered from illness. |
- Δεν ανάρρωσε ο Ντρέικ; | Well, hasn't Drake recovered from his illness? I thought he was better. |
- Η Λαίδη Σήλια ανάρρωσε. | -Lady Celia has recovered. |
- Καλά είναι; - Ναι, σχεδόν ανάρρωσε εντελώς. | - Yeah, he's almost fully recovered. |
Άκουσα ότι ο αδελφός μου ανάρρωσε αρκετά. | I've heard that my brother is much recovered. |
Να του πει κάποιος ότι δεν αναρρώσαμε ακόμα. | Let him be told we're not yet recovered. |
Όπως ξέρω ότι πρόσφατα αναρρώσατε απο κάποια ασθένεια... ότι καπνίζετε πίπα, πιθανόν απο ροδόξυλο... και ότι μείνατε για ένα διάστημα στην... | The same way that I can tell you've recently recovered from an illness, smoke a pipe... probably rosewood... - and have spent some time in... |
Δόκτωρ Γουάτσον! Τυγχάνει να ξέρω, ότι πρόσφατα αναρρώσατε απο μια ασθένεια, ότι καπνίζετε πίπα, πιθανόν απο ροδόξυλο, | I happen to know that you recently recovered from an illness, that you smoke a pipe... |
Είμαι ευτυχής που αναρρώσατε. | I'm glad you've recovered. |
Και αναρρώσατε από την εγχείρηση σας τώρα; | And you've quite recovered from your operation now? |
Ωστόσο, πολλοί Αμερικανοί ανησυχούν ότι δεν αναρρώσατε πλήρως και δεν μπορείτε να υπηρετήσετε άλλη μια τετραετία. | That said, many Americans have expressed concern that you are not fully recovered, and are not strong enough to serve for four more years. |
Οι Χιρότζεν ανάρρωσαν από τα τραύματά τους, αφήνοντάς μου ένα διπλωματικό δίλημμα. | The surviving Hirogen have recovered from their injuries, leaving me with a diplomatic dilemma. |
Πολλοί στρατιώτες που ήταν κλονισμένοι από τις οβίδες ανάρρωσαν αρκετά για να σταλούν στο Μέτωπο. | Lots of soldiers who were shell-shocked recovered enough to be sent back to the Front. |
Όταν ανάρρωνα από τον πυροβολισμό... έπαιρνα αυτά τα χάπια για τον πόνο. | When I was recovering from the shooting I was taking those pills for the pain. |
Ενώ ανάρρωνα από την επέμβαση, έγινε μια πυρκαγιά. | While I was recovering from the procedure, there was a fire. |
Η Ιαπωνική ναυτιλιακή εταιρεία έστειλε δύο άντρες να μου μιλήσουν... στο νοσοκομείο του Μεξικού, όπου ανάρρωνα. | So the Japanese shipping company sent two men to talk to me... in the Mexican hospital where I was recovering. |
Κι εγώ ανάρρωνα. | I, too, was recovering. |
Σου έγραψα 100 e-mail από το νοσοκομείο και περισσότερα όταν ανάρρωνα. | I wrote about 100 e-mails to you in the hospital, More when I was recovering. |
- Νόμιζα ότι ανάρρωνες από εγχείρηση. | I thought you were recovering from surgery. |
Για όσο διάστημα ανάρρωνες... πήρα από την τσέπη σου, φωτογραφία και διεύθυνση και πήγα στο Ντένβερ. | So, while you were recovering, I took the photograph and address out of your pocket, and I went back to Denver. |
Είπε ότι ανάρρωνες από μια εγχείρηση. | So? And she said yes, but you were recovering from an operation or something. |
Ενώ εσύ ανάρρωνες, μία ανάμνηση μου ήρθε στο μυαλό. | While you were recovering, a memory came back to me. |
Ξέρεις ότι πήρα δείγματα από το αίμα σου ενώ ανάρρωνες. | You know that I took samples of your blood while you were recovering. |
Άφησε τις δύο ηθοποιούς να μείνουν εδώ, ενώ ο ίδιος ανάρρωνε. | He let these two actresses stay at his place while he was recovering. |
Ήθελα να κινούμαι, και ήμουν ικανοποιημένος που ανάρρωνε. | I wanted to be on the move, and I was glad he was recovering. |
Ήταν στο νοσοκομείο "Μπεθέσντα", όταν ανάρρωνε ο Σάιμον. | It was at Bethesda General, when Simon was recovering there. |
Εννοώ, ο Ντέιβιντ Σόντερς, κοιτάει τη γυναίκα του και βλέπει αυτή τη θαυμάσια γυναίκα που συνάντησε στο νοσοκομείο ενώ ανάρρωνε από ένα φοβερό ατύχημα. | I mean, David Saunders, he looks at his wife and he sees... this wonderful woman that he met in the hospital while he was recovering from a horrible accident. |
Καθώς ανάρρωνε... έπεσε σ' ένα πηγάδι. | While he was recovering... he was dropped into some water. |
Upton, ο Michael αυτή την στιγμή είναι στο νοσοκομείο αναρρώνοντας από δύο πυροβολισμούς. | Mr. Upton, Michael's currently in the hospital recovering from two gunshot wounds. |
Αλλά είναι στο νοσοκομείο, είναι εντάξει αναρρώνοντας μια χαρά. | But she's in the hospital, she's fine, recovering nicely. |
Είπες ότι ήσουν τρεις μήνες στο ιατρείο, αναρρώνοντας από τα τραύματά σου. | Said you spent three months recovering in medical from those bullet wounds. |
Και σιγά-σιγά αναγνώρισα... το δρόμο, τη λίμνη... και ένα νοσοκομείο όπου έμεινα κάποιες βδομάδες αναρρώνοντας... σχεδόν 40 χρόνια πριν. | And slowly I recognized... the road, the lake... and a nursing home where I spent some weeks recovering... oh, almost 40 years ago. |
Ο κος Wilson μόλις αφέθηκε να φύγει από ένα αναρρωτήριο... όπου και πέρασε τους τελευταίους έξι μήνες... αναρρώνοντας από ένα νευρικό κλονισμό... ο οποίος έλαβε χώρα... ένα απόγευμα, καθόλου διαφορετικό από αυτό εδώ... σε ένα αεροπλάνο της γραμμής που έμοιαζε πολύ με αυτό... με το οποίο ο κος Wilson ετοιμάζεται να πετάξει για το σπίτι. | Mr. Wilson has just been discharged from a sanitarium where he spent the last six months recovering from a nervous breakdown, the onset of which took place on an evening not dissimilar to this one on an airliner very much like the one |
- Έπρεπε να έχετε αναρρώσει πλήρως. | - You should be fully recovered. - All right, go on. |
- Έχετε αναρρώσει πλήρως; | - Have you fully recovered? |
- Δεν έχω αναρρώσει 100%... | - I'm not 100 percent recovered yet. |
- Είναι... έχει αναρρώσει, κύριε. | She is much recovered, sir. |
- Νόμιζα ότι είχε αναρρώσει. | - I thought she'd recovered. |