Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανασκελώνω (climb) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανασκελώνω
ανασκελώνεις
ανασκελώνει
ανασκελώνουμε
ανασκελώνετε
ανασκελώνουνε
Future tense
θα ανασκελώσω
θα ανασκελώσεις
θα ανασκελώσει
θα ανασκελώσουμε
θα ανασκελώσετε
θα ανασκελώσουνε
Aorist past tense
ανασκέλωσα
ανασκέλωσες
ανασκέλωσε
ανασκελώσαμε
ανασκελώσατε
ανασκέλωσαν
Past cont. tense
ανασκέλωνα
ανασκέλωνες
ανασκέλωνε
ανασκελώναμε
ανασκελώνατε
ανασκέλωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανασκέλωνε
ανασκελώνετε
Perfective imperative mood
ανασκέλωσε
ανασκελώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'climb':

None found.