Διυλίζουν το μετάλλευμα και το μεταφέρουν στον πυρήνα ενέργειας, ο οποίος το μετατρέπει σε ασύρματη ηλεκτ- ρική ενέργεια και το ακτινοβολεί στην Γη. | They refine the ore into energy and deliver it to the power core, which converts it into wireless electricity and beams it to the Earth. |
Και το λευκό φεγγάρι ακτινοβολεί | And a white moon beams |
Ο τρόπος που το χαμό- vελό σου ακτινοβολεί... | ### The way your smile just beams |
Κοιτάξτε, αυτός είναι στην πραγματικότητα ακτινοβολούν επειδή γεμιστό σας... | Look, he's actually beaming because you stuffed your... |
Μπαμπά, γιατί όλοι ακτινοβολούν μαζί μου; | Papa, why is everyone beaming at me ? |
♪ Ήσουν ακτινοβολούν φορά πριν ♪ | ♪ You were beaming once before ♪ |
Τον ακτινοβόλησα. | I laser-beamed him. |
Τον ακτινοβόλησες! | You laser-beamed him, baby! |
Κι ο Πρέστον ακτινοβόλησε στην ίδια περιοχή. | And Preston beamed down in the same area. |
Κώδικοποιήσαμε τις ιστορίες μας σε ραδιοκύματα, και τα ακτινοβολήσαμε στο διάστημα. | We've encoded our stories in radio waves and beamed them into space. |
♪ που ακτινοβολούσαν μια φορά πριν ♪ | ♪ you were beaming once before ♪ |
♪ που ακτινοβολούσαν φορά πριν ♪ | ♪ you were beaming once before ♪ |