Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εισπράττω (collect) conjugation

Greek
18 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εισπράττω
εισπράττεις
εισπράττει
εισπράττουμε
εισπράττετε
εισπράττουν
Future tense
θα εισπράξω
θα εισπράξεις
θα εισπράξει
θα εισπράξουμε
θα εισπράξετε
θα εισπράξουν
Aorist past tense
εισέσπραξα
εισέσπραξες
εισέσπραξε
εισεσπράξαμε
εισεσπράξατε
εισέσπραξα
Past cont. tense
είσπραττόμουν
είσπραττόσουν
είσπραττόταν
είσπραττόμαστε
είσπραττόσαστε
έισπραττόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
είσπρασου
εισπράξετε
Perfective imperative mood
να εισπράττεις
εισπράττετε

Examples of εισπράττω

Example in GreekTranslation in English
Και εγώ άρχισα να εισπράττω ένα χρέος από τον Ντόμικ.And me getting to collect on a debt long owned me by Domic.
Βγαίνω εξω αλλα καθε βδομαδα θα ερχομαι για εισπράττω τον τζίρο.I go out every week but will I come to collect the turnover.
Μπορείς να εισπράττεις φόρους, να συγκροτείς στρατεύματα... Να κάνεις πόλεμο και να συγκαλείς βασιλική αυλή.You have the power to collect taxes, raise troops, make war and hold royal court.
Με εξαίρεση ότι εγώ πληρώνω διατροφή, ενώ εσύ εισπράττεις.Except I'm paying dues while you collect them.
Όχι, εσύ απλώς εισπράττεις απ'αυτόν.- No, you just collect off it.
Πρέπει να πληρώνεις όσο γρήγορα εισπράττεις, ξέρεις.You should pay as fast as you collect, you know.
Να εισπράττεις από παντού.We're collecting' everywhere.
Δεν καθορίζουμε τιμές, δεν εισπράττουμε συνδρομές.And we don't set rates and we don't collect dues.
Αλλά αυτή τη φορά, εισπράττουμε μόνο.But this time, all we have to do is collect money.
Τον συναντάμε, τον πληρώνουμε, μετά πάμε στο γύρισμα... και εισπράττουμε από τον τύπο από το πρακτορείο.We meet him, pay him off, then go to the set... and collect from the guy from the agency.
Είναι γειτόνισσα, την προσέχουμε, κάνουμε τα ψώνια της εισπράττουμε τη σύνταξή της, τέτοια πράγματα.She's a neighbour, we look in, do her shopping, collect her pension, that sort of thing, you know?
Παίρνουμε το εμπόρευμα, το παραδίδουμε, εισπράττουμε και αυτό είναι όλο!We pick up the gear, we drop it off, and we collect and that's it!
Σκέφτηκε ότι αυτός και η Τζούλια μπορούσαν ακόμα να εισπράττουν.He realized that he and Julia could still collect money.
Να πως χάνουν οι άνθρωποι τις δουλειές τους, δεν εισπράττουν κόμιστρα.That's how guys lose their jobs... not collecting fares.
Ποτέ δεν είδα ζώα να εισπράττουν χρήματα μετά.I never saw animals collecting money after.
- Σίγουρα δεν θέλουν απλά να εισπράττουν δικαιώματα;- Sure you don't just wanna collect dues?
Και οι ψυχίατροι εισπράττουν το ενοίκιο...And psychiatrists collect the rent.
Τώρα κάθε nutjob που σκοτώνει τον συνεργάτη Keen θα εισπράξει τα χρήματα Εάν μπορεί να αποδείξει ότι το έκανε.Now any nutjob who kills Agent Keen will collect the money if he can prove he did it.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'collect':

None found.