Ο συντελεσμένος μέλλοντας του ρήματος "ενώνω" δεν είναι iungebit, αλλά iunget. Έπρεπε να γράφει: | The imperfect future of the verb to join, iungere, isn't iungebit, it's iunget. |
- Πάω, εφ 'όσον μας ενώνεις, επίσης. | - I go, as long as he joins us, too. |
-Και αν όλο αυτό ενωθεί σε ένα πλάνο το φυτό μπορεί να είναι εκεί και παίρνεις ένα πλάνο και μια ώρα αργότερα αν φυσάει θα είναι κάπου εδώ και μετά ενώνεις αυτά τα δύο πλάνα μαζί... | -And if that was all joined together and one frame the plant might be there and you take a shot of it an hour later and if the wind's blowing it's over here somewhere and then you join those two shots together... |
200 μίλια κατάντη προς Vicksburg, όπου ο Μισισιπής ενώνει τον κόλπο του Μεξικού, βρίσκεται το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης. | 200 miles downstream from Vicksburg, where the Mississippi joins the Gulf of Mexico, lies the port of New Orleans. |
Έτσι δοξάστε τον ήρωα μας, που ενώνει τους θρύλους . | So cheer our hero Who joins legends of old |
Αλλά τι είδους τεχνούργημα δηλητηριάζει και ενώνει ανθρώπους; | But what kind of artifact poisons and conjoins? |
Αν Derek ενώνει το πακέτο, ανοίγει το δρόμο για την Scott. | If Derek joins the pack, it paves the way for Scott. |
Ή ενώνουμε τις δυνάμεις μας. Ή ένας από εμάς θα πεθάνει. | Either we join forces or one of us must die. |
Όπως τα φεγγάρια ενώνονται με την ουράνια ένωση έτσι κι εμείς ενώνουμε απόψε, τον Σαμπ Θαν και την Ντεζά Θόρις... | As the moons are joined in celestial union, so do we unite Sab Than and Dejah Thoris, |
Ακούστε, ενώνουμε άλλη λεπτομέρεια. | Listen, we're joining another detail. |
Απλά θέλω να ξέρετε πόσο ευλογημένοι είμαστε που ενώνουμε τις δυνάμεις μας, και μόλις έχουμε γνωριστεί, αλλά θα σας πω ότι, σας αγαπάμε. | I just want you to know how blessed we are to be joining forces with you, and we've just met, but I'm going to tell you, we love you. |
- Είστε gonna μας ενώνετε για Smokey; | - Are you gonna join us for Smokey? |
Brody, γιατί δεν με ενώνετε; | Brody, why don't you join me? |
Γιατί δεν μας ενώνετε; | Why don't you join us? |
Καλά, σας ευχαριστήστε, αλλά γιατί δεν με ενώνετε; | Well, thank you, but why don't you join me? |
- Οι σιδηρόδρομοι ενώνουν τον κόσμο. | - Railway join worlds. |
Sidney και την Rachel που ενώνουν τα χέρια τους και που ενώνονται με τα ιερά δεσμά του γάμου. | Sidney and Rachel in their joining hands and in joining themselves together in holy wedlock. |
Έτσι ενώνουν τις δυνάμεις τους με το πιο έξυπνο ζώο της θάλασσας. | So they join forces with the most intelligent animal in the sea. |
Όλες οι φυλές ενώνουν τώρα τις δυνάμεις τους εναντίον μας. | All the tribes are now joining forces against us. |
Δεν ένωσα εγώ τις δυνάμεις μου με τον ύπουλο για να σαλπάρουμε προς την Δύση. Προς το τίποτα, προς το πουθενά. | It wasn't me who joined forces with The Sly One to get us to sail west into nothing, into nowhere. |
Μας ένωσα για πάντα. | I joined us forever. |
Γιατί μας ένωσες για αν πολεμήσουμε και οι δύο τη Μάβεκαν; | Why have ya joined us both together so that we can both fight Mavican individually? |
Στις 4:00 της 3ης Μάη, ένωσες τις δυνάμεις σου με τη ζωή και συνεχίσεις την πάλη σου στο φως της μέρας. | At 4:00 on May 3, you joined forces with life and carried on your struggle in the light of day. |
Φίλε, πρέπει να παραδεχτώ... έμεινα μαλάκας όταν ένωσες τις δυνάμεις σου με τον Αντεμπίσι. | Man, l got to admit, l was struck stupid when you joined forces with Adebisi, man. |
"Όσους ένωσε ο Θεός δεν θα χωρίσει κανένας άνθρωπος." | "Those whom God has joined together, let no man put asunder." |
"Με μια απότομη κίνηση της έστρεψε το κεφάλι της κι ένωσε τα χείλη της στα δικά του" | "With a sudden movement, she bowed his head "and joined her lips to his. |
-Τους ένωσε το πένθος, φαίνεται. | Looks like they've been joined by grief. Yeah, at the hip. |
Έτσι, ο μπαμπάς σου με περισσή χαρά ένωσε χέρια μαζί τους Και περιμένει από εμάς να πάθουμε αμνησία. | So your dad's merrily joined hands with them and expects us to get amnesia. |
Ήμασταν νέοι και ασυγκράτητοι και ενώσαμε τις δυνάμεις μας... για να παλέψουμε ενάντια στους ξένους. | We were young and impetuous, and we joined forces to fight against those foreigners. |
Όταν ενώσαμε τις δυνάμεις μας, δεν είχαν καμία πιθανότητα. | Once we joined forces, they didn't stand a chance. |
Αυτή κι εγώ, ενώσαμε τις δυνάμεις μας και σύντομα θα ανοίξουμε ένα υποκατάστημα της Κίνγκντομ, στη Σαγκάη. | She and I've joined hands and we'll soon open up Kingdom's Shanghai branch. |
Και η δική μου αφότου τις ενώσαμε. | And mine when I joined it. |
Και κόψατε τις παλάμες σας και ενώσατε αίματα | But you cut your palms and joined blood? |
Έτσι ένωσαν όλοι τα χέρια τους, και με τους νέους τους φίλους βρήκαν το δρόμο, πέταξαν στην ασημένια πόλη, που έλαμπε στο βάθος. | So they all joined hands and, with their new friends leading the way, they flew off to a silver city shimmering in the distance. |
Ή είναι μία μεγάλη συνωμοσία, που έχει δημιουργήσει το πρόσωπο του Γουίλ Τράβελερ και εκμεταλλευόταν τα γεγονότα των τελευταίων δύο ετών για να παγιδεύσει το φίλο σου... Ή ο Τζέι Μπέρτσελ κι ο Τάιλερ Φογκ... Δύο άντρες με τα κότσια να τα βάλουν με τον Πρόεδρο Σίαρς, ένωσαν τις δυνάμεις τους με ένα τρίτο πρόσωπο για να διαπράξουν μια τρομοκρατική ενέργεια. | Either a massive conspiracy has created the persona of Will Traveler and manipulated events for the past two years to frame your boyfriend, or Jay Burchell and Tyler Fog... two men with a bone to pick with President Shears... joined forces with a third individual to commit an act of terrorism. |
Αλλά η Κόρα και ο Χουκ βρέθηκαν σε κοινό έδαφος, και οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους. | But Cora and Hook found common ground, and the two joined forces. |
Αλλά ως πότε... ο κόσμος δυσπιστεί... 70 έθνη ένωσαν τις δυνάμεις τους για να αποκρούσουν την εισβολή... | This is dangerous talk. People are suspicious about this invasion. Over 17 nations have joined the United Defense Force... which hopes to push them back. |
'ντονι και Νταιάν, αφού πρό- θεσή σας είναι να παντρευτείτε ενώστε τα χέρια και δηλώστε τη συγκατάθεσή σας. | [Priest] Anthony and Diane, since it is your intention... to enter into marriage, join your right hands and declare your consent. - [Groans] - [Thud] |
10 δευτερόλεπτα! Γρήγορα καθίστε και ενώστε τα χέρια! | Quickly, sit and join hands. |
Όλοι ενώστε χέρια. | Everybody join hands. |
Όλοι, ενώστε τα χέρια, παρακαλώ. | Everyone, join hands, please. |
"δηλώνοντάς το, ανταλλάσσοντας βέρες και ενώνοντας τα χέρια τους... | "and have declared the same by giving and receiving a ring and joining hands... |
Ήξεραν πως ενώνοντας τις δυνάμεις, με ένα τέρας, θα ήταν... | They knew that joining forces, even with you joining forces with a monster, would be -- |
Από την στιγμή που ο Homer και η Vilma αποδέχτηκαν τα ιερά δεσμά ενώπιον Θεού και ανθρώπων, και έδωσαν υπόσχεση ο ένας στον άλλον, δίνοντας και λαμβάνοντας δαχτυλίδι και ενώνοντας τα χέρια, | For as much as Homer and Wilma have consented together in holy wedlock and have witnessed the same before God and this company, and thereto have given and pledged their troth, each to the other, and have declared the same by giving and receiving a ring, and by joining hands, |
Δήλωσαν τον γάμο τους ενώνοντας τα χέρια τους και ανταλλάσσοντας δαχτυλίδια. | They have declared their marriage by the joining of hands and by the giving and receiving of rings. |
Απ'ότι φαίνεται έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους. | Seems they joined forces after taking out Bangun. |
Αυτά που έχει ενώσει ο Θεός, ο άνθρωπος δεν πρέπει να τα χωρίσει. | What God has joined man must not divide. |
Αυτό ήταν το σχέδιό του, τον έχετε ενώσει. | This was his plan, you've joined him. |
Εκ του θεού ενώσει... άνθρωπος μη χωριζέτω. | What God hath joined together... let not man put asunder. |