- Δεν χρειάζεται να σε συναγωνίζομαι. | I don't have to compete with you. |
Θέλω να συναγωνίζομαι μαζί τους. | love to compete with the Feds. You and me need to catch up. |
Τώρα θα συναγωνίζομαι τον Σαμού. | Now I have to compete with Shamu and his smug little grin! |
Θα ήταν βαρετό να συναγωνίζομαι με εύκολα άτομα. | It would be boring to compete with the easy ones. |
Πώς τους συναγωνίζεσαι; | How do you compete, dear? Well... |
- Δεν συναγωνίζεσαι; | Oh, you don't compete? |
Προσπαθούσα να σου μάθω κάτι να σου μάθω να συναγωνίζεσαι. | And maybe I was trying to teach you something. Maybe I was trying to teach you how to compete. |
Μην συναγωνίζεσαι τη δουλειά μου, Ίνγκα. | - Don't compete with my job, Inga. |
Κάθε χρόνο με συναγωνίζεσαι και κάθε χρόνο με νικάς. | Every year you' competed with me and every year you've won. |
Εσύ κι εγώ μπορούμε πια να συναγωνιζόμαστε. | You and I will compete. |
Εύχομαι να ανακαλύψετε το πνεύμα των αγώνων, ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να συναγωνιζόμαστε εκτός από τα πεδία μάχης. | Welcome to the first Olympics. I hope you discover the spirit of the games, that there are other ways for men to compete than on the battlefields. |
Ο πατέρας μου μας έκανε να συναγωνιζόμαστε για τα πάντα. | My dad made us compete for everything. |
Δεν πρέπει ποτέ να συναγωνίζονται για την ίδια γυναίκα, γιατί ακόμα και αν ένας απ' αυτούς νικήσει, τότε έχουν χάσει και οι δύο. | They should never compete for the same woman. Because even if one of them wins, then they both lose. |
Είναι η πρώτη φορά που πατέρας και γιος συναγωνίζονται... στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος. | The first time ever a father and son have competed against each other at the final table of the World Series. |
Πω πω, ένα τουρνουά! Τα τριαντάφυλλα πραγματικά συναγωνίζονται σε αθλήματα? | Do the roses compete in athletic events? |
Και η ανισορροπία υπάρχει εκεί, που οι άνθρωποι συναγωνίζονται για μια θέση εργασίας, στην προσπάθειά τους να βγάλουν λεφτά, πέραν του χρηματικού αποθεματικού, ώστε να καλύψουν το κόστος ζωής. | And a disequilibrium exists where people are forced to compete for labor in order to pull enough money out of the money supply to cover their costs of living. |
Δεν πιστεύω πως ξέρουν να μην συναγωνίζονται. | I don't think they know how not to compete. |
Πότε συναγωνίστηκα μαζί τους; | When have l ever competed with them? |
Μπορεί να είσαι το νούμερο ένα αυτή τη στιγμή, αλλά ποτέ δεν συναγωνίστηκες με τον καλύτερο. | You might be number one at the moment, but you've never had to compete with the best. |
Μετά συναγωνιστήκαμε για να δούμε ποιος θα μπορούσε να πυροβολήσει τους περισσότερους φασιανούς. | Then we competed to see who could shoot the most pheasants. |