Δεν συνταγογραφώ ούτε Πρόζακ. | I don't even like to prescribe Prozac. |
Θέλω κάτι από σενα, ένα βιβλίο... δηλαδή, το βιβλίο όπου περιεχει την σύσταση των φαρμάκων που συνταγογραφείς. | There is something I need from you, it is a book, how does it call itself, a book which describes the various medicines you prescribe? |
Μπορείς και συνταγογραφείς από τον τάφο? | You prescribe from the grave? |
Ο γιατρός μου είναι διατροφολόγος που πήγε σε μία σχολή διατροφής, μελέτησε τη διατροφή και έχει πτυχίο στη διατροφή και συνταγογραφεί διατροφές. | My doctor is a nutritionist who went to nutritional school, studied nutrition and has a nutritional degree and prescribes nutrients. |
Πιστεύω πως έχει πολλή πρόσβαση στα φάρμακα που συνταγογραφεί. | Forget the doctor. I think he has too much access to the medicines he freely prescribes. |
Για την οποία συνταγογραφούμε τις τρεις συμβουλές: | For which we prescribe the three Bs: |
Μόνο που εμείς δεν συνταγογραφούμε. Ο Ρέτζι μάς μίλησε για εσένα. | Except we don't prescribe them. |
- Εννοείτε ότι δε συνταγογραφείτε πια το Elvatyl; | - You mean you no longer prescribe Elvatyl? - No, I don't. |
- Το συνταγογραφούν συχνά για κρίσεις. | It's often prescribed for seizures. |
Αυτοί οι αναθεματισμένοι ψυχολόγοι συνταγογραφούν όλων των ειδών τα φάρμακα σε σας, τα παιδιά, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις παρενέργειες! | Those damned psychologists prescribe all kinds of medicines to you children without even caring' about the side effects. |
Η ανάγκη για φάρμακα ξεπερνά κατά πολύ την πρόσβαση για τα άτομα που έχουν τα μέσα να τα συνταγογραφούν. | The need for drugs is far outstripping the access to the people with the means to prescribe them. |
Οι γιατροί είναι άνθρωποι που συνταγογραφούν φάρμακα σε όσους δεν ξέρουν πολλά. Θεραπεύουν ασθένειες, αλλά δεν γνωρίζουν και πολλά πέρα από αυτό. | Doctors are men who prescribe medicines of which they know little to cure diseases of which they know less for men of whom they know nothing at all. |
Οι ειδικευόμενοι κι οι ασκούμενοι σπάνια συνταγογραφούν. και σίγουρα όχι τόσες πολλές | Hospital residents and interns rarely prescribe, and not that much. |
Βλέπετε, δεν υπήρχε Βερονάλ στα μείγμα που συνταγογράφησα στην διδα 'ιβυ. | You see, there was no Veronal in the mixture I prescribed for Ms. Ivy. |
Δεν συνταγογράφησα τίποτα. | Nothing else was administered. Nothing was prescribed! |
Και του συνταγογράφησα μορφίνη για να μπορέσει να βάλει τέλος στη ζωή του. | And I prescribed him morphine so that he could end his life... |
Ναι, συνταγογράφησα 10 γρ. υγρή πεντοβαρβιτάλη στην Αλέξα. | Yes, I prescribed ten grams of pentobarbital liquid to Alexa. |
Οπότε, συνταγογράφησα από το σπίτι. | So I prescribed from home? |
Τότε ήταν που συνταγογράφησες την οξυκωδόνη. | That's when you prescribed the oxycodone. |
- Μας συνταγογράφησε φάρμακα. | But he prescribed us medication. |
- συνταγογράφησε αντικαταθλιπτικά; | - prescribed antidepressants? |
Ακριβώς τα ίδια που σας συνταγογράφησε ο Δρ. Λέκτερ και απορρίψατε. | I would prescribe exactly the medication Dr. Lecter prescribed and you refused. |
Δεν υπάρχει περίπτωση η φυλακή να συνταγογράφησε Interferon, εκτός αν τα εργαστήρια έδειξαν ότι η ηπατίτιδα C ήταν χρόνια. | There's no way the prison would've prescribed interferon, unless the lab showed her Hep-C to be chronic. |
Είναι αυτή η δόση που σου συνταγογράφησε ο δρ.Γουέλς? | Is that the dosage that Dr. Wells has prescribed? |
- Και παρ'όλα αυτά του συνταγογραφήσατε SSRI; | - And yet you prescribed him an SSRI? |
Για την οποία του συνταγογραφήσατε φάρμακα; | For which you prescribed medication? |
Και αυτά είναι, συνταγογραφήσατε τα παυσίπονα των 10-milligram, αλλά όχι των 80 milligrams. | And they are, you prescribed the 10-milligram painkillers, but not the 80 milligram. |
Μόνο ότι του συνταγογραφήσατε. | Only what you prescribed. |
Ο ασθενής σας πήρε υπερβολική δοσολογία από τα χάπια που συνταγογραφήσατε. | Your patient overdosed from pills you prescribed. |
- Και συνταγογράφησαν ουίσκι και τσιγάρα; | So they prescribed scotch and cigarettes? |
Όλα αυτά μου τα συνταγογράφησαν τους τελευταίους 3-4 μήνες. | There's some in here too. This all was prescribed in the last three to four months. |
Αυτά εδώ μου τα συνταγογράφησαν για ημικρανίες, παρόλο που δεν έχω ημικρανίες. | This is the stuff they prescribed me for migraines, even though I don't have migraines. |
Δύο μέρες πριν, ήσασταν στο διαμέρισμα του Έγκλι... κάνοντας μια 5ωρη συνεδρία, ο Έγκλι βγήκε και του συνταγογράφησαν, μερικά υπνωτικά χάπια. | Two days before you were at Eglee's bed-sit having your five-hour therapy session, Eglee went out and got himself prescribed some knock-out pills. |
Ναι, αλλά αν στα συνταγογράφησαν, ίσως θα 'πρεπε να τα πάρεις. | Yeah, but if he prescribed it, maybe you should be taking it. |
Ένας απ' τους προηγούμενους γιατρούς του Ντιμπάλα, συνταγογραφούσε υψηλές δόσεις δεσμευτικού της νιασίνης χρωμίου, για να αυξήσει την HDL του. | One of Dibala's previous docs was prescribing ultra high doses of niacin-bound chromium to boost his HDL. So? |
Ο Battleford συνταγογραφούσε στην Alva τα φάρμακα, μισούσε τον Jed, κι αν είπε στην Alva ... | Battleford was prescribing Alva the drugs, he hated Jed, what if he said to Alva... |
- Δεν αναφέρεται στο ιστορικό της. Κανένας γιατρός δεν της είχε συνταγογραφήσει. | Well, there was no evidence of that in her medical history, and no Doctor seems to have prescribed it for her. |
Όσο εμείς τρώγαμε η Στέφανι κείτονταν στο πάτωμα του σπιτιού της πισίνας. Γύρω της όλα τα άδεια μπουκαλάκια των φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων και των επικίνδυνων αντικαταθλιπτικών που της είχε συνταγογραφήσει ο Χένσον. | W-when we were eating dinner, uh, Stephanie was lying on the floor in the pool house, all those empty pill bottles around her, including those dangerous antidepressants that Henson prescribed. |
Αλήθεια, θα μου είχε συνταγογραφήσει πενικιλίνη αν πίστευε ότι η ανάρρωση θα μου επέτρεπε να κλέβω; | Indeed, would he have prescribed penicillin had he thought recovery would enable me to go out thieving? |
Αλλά δεν θα στα είχα συνταγογραφήσει αν δεν τα χρειαζόσουν. | But I wouldn't have prescribed them if you didn't need them. |
Γι' αυτό που πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο, κύριε, είναι για το αν ο γιατρός θα είχε συνταγογραφήσει πενικιλίνη αν εγώ, η ασθενής, ήμουν διανοητικά ασταθής. | What this court needs to ascertain, sir, is would the doctor have prescribed penicillin if I, the patient, were mentally infirm? |
Προσπαθείς να ανεβάσεις το σκορ σου συνταγογραφώντας φάρμακα για τον Χάουζ. | You're trying to boost your score By prescribing drugs for house. |