Γιατί να κάνω το κόπο να βρίζω μια γυναίκα.... με την οποία κρατήθηκα από το χέρι και έφαγα μαζί της μια φορά; | No, thanks. There's no need to curse out a woman whom I've only held hands and dined with once. |
Δε βρίζω, γιατί όταν βρίζω, τσούζουν τα εκζέματά μου, αλλά κατάλαβες τι λέω. | I don't want to curse, because it flares up my eczema, but you know what I mean. |
Δεν είμαι πουριτανός, μου αρέσει να βρίζω. | I'm no shrinking violet, I like to curse myself. |
'ρτι, μη βρίζεις. | Artie, please don't curse. |
- Γιατί πάντα βρίζεις τόσο πολύ; | Why you curse so much? |
- Δεν πρέπει να βρίζεις το μωρό. - Αλήθεια; | - You shouldn't curse around the child. |
- Δεν σ' έχω ξανακούσει να βρίζεις. | I never heard you curse before. |
Εάν ο κόσμος βρίζει και ορκίζεται, δεν το καταλαβαίνουν. | If the crowd curses and swears, they won't understand. |
Είναι λίγο αγενής και βρίζει συνέχεια. Και κάποιες φορές τον έχω δει ξύνει τα εξωγήινα... αρχίδια του. | I mean, he's kind of rude, he curses a Iot, and a couple times l've seen him scratch his spaceman balls. |
Και ο ίδιος τον εαυτό του βρίζει. | And he curses himself |
Λοιπόν, απλώς ενημέρωσέ με αν ξεπεράσει τα όρια αν σε βρίζει μέσα απ' τα δόντια του αν σου βγάλει γλώσσα αν αργήσει έστω και ένα λεπτό. | Well, you just let me know if he steps out of line... if he curses you under his breath, gives you any lip, if he's late by a single minute. |
- Δεν χρειάζεται να βρίζουμε. | I don't think we need to curse. |
- Ναι αλλά δεν βρίζουμε εδώ. | You can't curse here, though. |
Δεν πρέπει να βρίζουμε. | We're not supposed to curse. |
- Μην με βρίζετε αύριο το πρωί. | - Don't curse me tomorrow morning. |
Μη βρίζετε, το μισώ. | Don't curse. I hate that. |
Marcel ανάγκασε μια μάγισσα για να τους βρίζουν έτσι θα ήθελα να είναι παγιδευμένοι σε μορφή λύκος. | Marcel forced a witch to curse them so they'd be trapped in wolf form. |
Έχω διδαχθεί να αγαπώ τους εχθρούς μου, και να ευλογώ εκείνους που με βρίζουν. | I've been taught to love my enemies, to bless those who curse me. |
Ήταν επειδή δεν σου άρεσε να ακούς να βρίζουν την Τσον Σονγκ Γι; | Was it really because you didn't like hearing the Cheon Song Yi like being cursed at? |
Όλοι όταν πονάνε τόσο πολύ, προσεύχονται ή... τουλάχιστον βρίζουν αλλά... μάλλον σου πήραμε και από 'σένα τον Θεό. | Anyone in this much pain prays, or At least curses, but We take god from you, too. |
Σαν να βγήκα στη σκηνή και να έβρισα και να έφυγα. | Like I just walked out on-stage and cursed and left. |
- Γιατί; Γιατί τον έβρισες. | 'Cause you cursed at him. |
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έβρισες μπροστά στον Πιρς Μόργκαν. | I can't believe you just cursed at Piers Morgan. |
Πριν από λίγο με έβρισες, τώρα μπορώ να βρίσω και 'γω; | You cursed at me earlier, can I curse, too? |
- Με έβρισε. | - He cursed at me. |
- Ο γιος μου δεν έβρισε ποτέ. | My son has never cursed before. |
Eκείvoς έβρισε. | I laughed. He cursed. |
Όταν της είπα ότι δεν μπορεί επειδή γίνεται η Θεία Λειτουργία, με έβρισε. | I told her now is the Holy Liturgy and it's not possible. And she cursed me. |
'Ισως σε τόπο όπου πολλοί άνθρωποι έζησαν και εργάστηκαν, μίλησαν, έβρισαν, αμφέβαλαν. | It just moves in different ways. These maybe places where people once worked... talked in confusion and cursed. |
Δεν έβριζα εσένα, την κυρία έβριζα. | I was cursing at the lady, not you. |
Οι φύλακες γελάγαν με μένα και γω τους έβριζα. | Them guards all laughing at me and I was cursing back at them. |
- Δεν ξέρω. Αλλά αυτός ο τύπος έβριζε τη Δρ. Κόσγουεϊ, για πολλή ώρα. | I don't know, but this guy was cursing Doc Cosway out big-time. |
- Μα, έβριζε. | - He was cursing. |
Ο Ρόρι έβριζε τον Κέβιν. | Rory was cursing Kevin. |
Σε έβριζε. | He was cursing you. |
- Έρχεσαι πίσω βρωμώντας, βρίζοντας. | You come back stinking, cursing. |
...βρίζοντας μάταια προς τον ουρανό. | ... cursing the heavens in futility. |
Έτρεξε μακριά σαν νυχτερίδα από την κόλαση βρίζοντας | He ran off like a bat out of hell cursing a blue streak. |
Είναι νευρικός, πικραμένος, πεπεισμένος δεν θα λειτουργήσει τώρα, βρίζοντας τους πάντες. | He's nervous, bitter, convinced it won't work now, cursing everybody. |
Εγώ δε σε έχω βρίσει ποτέ. | I've never cursed you. |