Έθνη, δεν θα τρίζεις ποτέ. | Ethne, you'll never creak. |
Βολέψου και πάψε να τρίζεις! | Make yourself comfortable then. Get all the creaking over. No rush. |
( τρίζει Πόρτα) | (Door creaks) |
(Πόρτα ανοίγει και τρίζει) | (Door opens and creaks) |
(τρίζει Door) | (Door creaks) |
(τρίζει Floorboard) | (Floorboard creaks) |
(τρίζει καπάκι και clanks) | (Lid creaks and clanks) |
Όταν θα έχουμε γεράσει και θα τρίζουμε απ' τους ρευματισμούς θ' αναπολούμε και θα σκεφτόμαστε αυτή την νύχτα. | When we are old and creaky with rheumatism... we shall look back and think of this night. |
Θα τρίζουμε όπως όλοι. | We shall creak with the best of them. |
'κουγα τις σούστες να τρίζουν τα πρώτα δώδεκα λεπτά... Στοίχημα ότι μπορείς να το κάνεις πολύ πιο γρήγορα. | Well, I only heard the bedsprings creaking for the first 12 minutes, but I bet you could turn 'em out faster. |
(αρθρώσεις πορτών που τρίζουν) | (door hinges creaking) |
Ακούω τα κόκκαλά σου να τρίζουν, κάθε φορά που σηκώνεσαι από την καρέκλα. | I hear your bones creaking every time you get out that chair. |
Αλλά έπρεπε να σηκωθώ και να ψάξω για δολοφόνους στο μπάνιο... στην κουζίνα... στο ψυγείο... ή στο χολ... όπου κρύβονταν και σέρνονταν μέσα στις σκιές, πίσω από πόρτες που τρίζουν. | But I'd soon have to get up and check for killers in the bathroom, in the kitchen... in the fridge, or in the hallway, where they kept a low profile, crawling about in the shadows, lurking behind creaky doors. |
Απαίσια βήματα κάνουν τους ομιχλώδεις διαδρόμους του χρόνου να τρίζουν. Και στους διαδρόμους αυτούς βλέπω μορφές. Παράξενες μορφές. | Hideous footsteps creaking along the misty corridors of time, and in those corridors I see figures. |
Η πόρτα έτριξε και αυτή περίμενε ακούγοντας, αλλά κανένας δεν ξύπνησε. | The door creaked and she waited and listened, but nobody woke up. |
Η πόρτα, που έτριξε ανοιχτή, και το έτριξε ανοιχτό πολύ αργά. | The door, it creaked open, and it creaked open very slowly. |
Τα πεύκα στο βουνό έτριξαν στον καυτό, στεγνό άνεμο. | The pines on the mountain creaked and cracked in the hot, dry wind. |
Και ξέρω πως η δικαιοσύνη, που εκπροσωπείται απ' τον επιθεωρητή, άρχισε να κινείται, αργά και τρίζοντας. | I also know that justice, represented by the plodding inspector, has begun to move, slow and creaking. |