Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Σκίζω (slit) conjugation

Greek
11 examples
This verb can also have the following meanings: go across, triumph, cleave, traverse, win, sliver, tear, split, cross
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
σκίζω
σκίζεις
σκίζει
σκίζουμε
σκίζετε
σκίζουν
Future tense
θα σκίσω
θα σκίσεις
θα σκίσει
θα σκίσουμε
θα σκίσετε
θα σκίσουν
Aorist past tense
έσκισα
έσκισες
έσκισε
σκίσαμε
σκίσατε
έσκισαν
Past cont. tense
έσκιζα
έσκιζες
έσκιζε
σκίζαμε
σκίζατε
έσκιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
σκίζε
σκίζετε
Perfective imperative mood
σκίσε
σκίστε

Examples of σκίζω

Example in GreekTranslation in English
Και όταν ο τυφλός κάθεται να φάει, το τσακάλι του σκίζει το λαιμό και παίρνει την αγαθοεργία για τον εαυτό του.And when the blind man sits down to eat, the jackal slits his throat and takes the bounty for himself.
Κατόπιν, σκίζει το πλαστικό και σπρώχνει το σώμα του από κάτω.Then slits the plastic and shoves his body beneath it.
Αρουραίους που σκίζουν λαρύγγια καλύτερα απ'τους δικούς σου.Swamp rats know how to slit a throat better than your meanest buck.
Σου σκίζουν το λαρύγγι και σε ψήνουν.They slit your throat, and they roast you.
Του έσκισα το πρόσωπο απ' τα φρύδια μέχρι το πηγούνι.I slit his face open from his eyebrows to his chin.
- κι έσκισε τα όμορφα λαιμουδάκια τους.- ...and he slit their pretty little throats.
Μην μου πεις πως δεν θα ήθελες να δεις την σκύλα που σου έσκισε το λαιμό και σε άφησε για να πεθάνεις να παθαίνει μία από τα ίδια;Wouldn't you like to see the bitch that slit your throat and left you to die get a little of her own back?
Μια καστιθανική λεπίδα έσκισε τον λαιμό του.A Casti charge blade slit his throat.
Ο Ντιμίτρι έσκισε το λαιμό του Γκουντέριαν όπως κοιμόταν και ανακηρύχθηκε ο ίδιος άλφα.Dimitri, he slit guderian's throat as he slept, and proclaimed himself alpha.
Αν δεν είστε έτοιμοι να πεθάνετε με τιμή μόνοι σας... διατίθεται σαν ένδειξη ανθρωπιάς, να σκίσει την βάρκα σας με το ξίφος.If you are not prepared to die honorably by your own hand... he is prepared, as a humane man, to slit your boat with his sword.
Η ομάδα διάσωσης θα έχει την άδεια να σου σκίσει το λαρύγγι.The Ski Patrol have permission to slit your throat.

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'slit':

None found.