Και όταν ο τυφλός κάθεται να φάει, το τσακάλι του σκίζει το λαιμό και παίρνει την αγαθοεργία για τον εαυτό του. | And when the blind man sits down to eat, the jackal slits his throat and takes the bounty for himself. |
Κατόπιν, σκίζει το πλαστικό και σπρώχνει το σώμα του από κάτω. | Then slits the plastic and shoves his body beneath it. |
Αρουραίους που σκίζουν λαρύγγια καλύτερα απ'τους δικούς σου. | Swamp rats know how to slit a throat better than your meanest buck. |
Σου σκίζουν το λαρύγγι και σε ψήνουν. | They slit your throat, and they roast you. |
Του έσκισα το πρόσωπο απ' τα φρύδια μέχρι το πηγούνι. | I slit his face open from his eyebrows to his chin. |
- κι έσκισε τα όμορφα λαιμουδάκια τους. | - ...and he slit their pretty little throats. |
Μην μου πεις πως δεν θα ήθελες να δεις την σκύλα που σου έσκισε το λαιμό και σε άφησε για να πεθάνεις να παθαίνει μία από τα ίδια; | Wouldn't you like to see the bitch that slit your throat and left you to die get a little of her own back? |
Μια καστιθανική λεπίδα έσκισε τον λαιμό του. | A Casti charge blade slit his throat. |
Ο Ντιμίτρι έσκισε το λαιμό του Γκουντέριαν όπως κοιμόταν και ανακηρύχθηκε ο ίδιος άλφα. | Dimitri, he slit guderian's throat as he slept, and proclaimed himself alpha. |
Αν δεν είστε έτοιμοι να πεθάνετε με τιμή μόνοι σας... διατίθεται σαν ένδειξη ανθρωπιάς, να σκίσει την βάρκα σας με το ξίφος. | If you are not prepared to die honorably by your own hand... he is prepared, as a humane man, to slit your boat with his sword. |
Η ομάδα διάσωσης θα έχει την άδεια να σου σκίσει το λαρύγγι. | The Ski Patrol have permission to slit your throat. |