Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Συστρατεύομαι (join) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
συστρατεύομαι
συστρατεύεσαι
συστρατεύεται
συστρατευόμαστε
συστρατεύεστε
συστρατεύονται
Future tense
θα συστρατευτώ
θα συστρατευτείς
θα συστρατευτεί
θα συστρατευτούμε
θα συστρατευτείτε
θα συστρατευτούν
Aorist past tense
συστρατεύτηκα
συστρατεύτηκες
συστρατεύτηκε
συστρατευτήκαμε
συστρατευτήκατε
συστρατεύτηκαν
Past cont. tense
συστρατευόμουν
συστρατευόσουν
συστρατευόταν
συστρατευόμαστε
συστρατευόσαστε
συστρατεύονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
συστρατεύου
συστρατεύεστε
Perfective imperative mood
συστρατεύσου
συστρατευτείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'join':

None found.