Ίδρυσα αυτό το Ινστιτούτο για να επεκτείνω τα σύνορα της γνώσης. | I founded the SSI to expand the frontiers of knowledge. |
Νιώθω μια μεγάλη ανάγκη να επεκτείνω την δημιουργικότητά μου. | I feel a great need to expand my creativity. |
Μεγάλε, απλά προσπαθώ να επεκτείνω την αυτοκρατορία σου, εντάξει; | Man, I'm just trying to expand your empire, okay? |
Η Έιμι πιστεύει πως γίνεται επειδή θέλω να επεκτείνω την επιχείρηση και να το κάνω κάτι σαν πανδοχείο με πρωινό. | Well,amy thinksit's because I want to expand. Turn this place into a full servicebed and breakfast. |
Ήρθα για να επεκτείνω την πελατεία μου. | I'm here to expand my client base. |
Είπες κάτι ότι θα επεκτείνεις το σπίτι; | What's this about expanding the Borden estate? |
Που το κακό να επεκτείνεις τους ορίζοντές σου; | What's wrong with expanding your horizons? |
Μπορείς να επεκτείνεις το αναγνωστικό σου κοινό των Εσκιμώων. | You know, could expand your Eskimo readership. |
Είμαι εξίσου υπεύθυνη που επέτρεψα να επεκτείνεις τον προγραμματισμό σου, όπως είμαι και για το ότι έδωσα τεχνολογία στους Χιρότζεν. | l'm just as responsible for allowing you to expand your programming as l am for giving technology to the Hirogen. |
Αν δεν τα χρησιμοποιήσεις, δεν θα υπάρχει τίποτα να επεκτείνεις. | If you don't use it now, there's gonna be nothing to expand. |
Απόψε επεκτείνουμε τους ρίζοντές μας ακόμα παραπέρα. Στον ήλιο στο φεγγάρι στα αστέρια. | Tonight we'll expand our horizons even further... to the Sun, the Moon, and the stars. |
Αν επεκτείνουμε την έρευνα σε όλους που γνωρίζουν την οικογένεια Tsui, μέχρι τότε ο δολοφόνος θα την έχει κάνει από την πόλη. | If we expand the investigation to everyone who knows the Tsui family, by then the murderer might have fled town. |
Χρησιμοποιούμε στρατηγική... για να επεκτείνουμε την επικράτεια και να κατακτήσουμε όλο τον κόσμο. | You use strategy to expand territories And take over the world. Luke is gonna love that. |
Μπορούμε να σας κατακλύσουμε με χιλιάδες κανάλια... ή να επεκτείνουμε μία εικόνα σε κρυστάλλινη διαύγεια... και παραπέρα. | We can deluge you with a thousand channels... or expand one single image to crystal clarity... and beyond. |
Μπορούμε να επεκτείνουμε το φάσμα μας, μέχρι την ηπειρωτική χώρα. | We can expand our reach all the way to the mainland. |
Νιώθω σαν να θέλουν να επεκτείνουν κοινωνικό κύκλο μου και να πάρει, όπως, ακρυλικά νύχια ή κάτι τέτοιο. | I feel like I want to expand my social circle and get, like, acrylic nails or something. |
Ο Νταρθ Μολ και ο Σαβάζ Οπρές εξουσιάζουν τον πλανήτη Μάνταλορ μέσω του Πρωθυπουργού-μαριονέτα 'λμεκ καθώς επεκτείνουν την εγκληματική τους επιχείρηση. | Darth Maul and Savage Opress command the planet Mandalore through the puppet Prime Minister Almec while they expand their criminal enterprise. |
Ίσως επεκτείνουν κατάστημα κατάδυσης; | Maybe expand dive shop? |
Τα νέα σου αφεντικά... ήθελαν να είναι εδώ να σε καλωσορίσουν προσωπικά, αλλά... είναι στο Τόκιο και προσπαθούν, να επεκτείνουν, την αυτοκρατορία. | - You might recognize your new bosses. - Hi. They wanted to be here to welcome you in person, but they are in Tokyo looking to expand the empire. |
Όλες οι αναφορές κατασκοπίας που παίρνω από τον Αστροστόλο λένε ότι οι Μακί ανυπομονούν να επεκτείνουν τα χτυπήματά τους, θέλουν να κλιμακώσουν τις δραστηριότητές τους. | Every intelligence report that I get from Starfleet suggests that the Maquis are eager to expand their strikes, they want to escalate their activities. |