Get a Greek Tutor
confess
Aυτό δεν κάνεις; Δεν εξομολογείς ανθρώπους;
Isn't that what you do, confess people?
Όταν εξομολογείς κάποιους, σε ερωτεύονται.
When you confess someone, they fall in love with you.
Οταν εξομολογούμε, τα αμαρτήματα δεν είναι μικρά.
When I go to confession, I don't offer God small sins...
Άκουσες την Ρουθ Μπάρεντ να εξομολογείτε πως είναι ερωτευμένη μαζί σου.
You heard Ruth Berent confess her love for you.
Δε θα δέχεστε εξομολόγηση ούτε θα εξομολογείτε ο ίδιος.
You may not receive confession or confess yourself.
και τότε αποφάσισε ποιός εξομολογείτε σε σένα.
After all, I'm not where I confessed Thiele.
Κάποιοι προσπαθούν να κάνουν παζάρια με αυτό, του προσφέρουν πλούτη, εξομολογούν
Some characters try to bargain with it, offer riches, confess sins.
Κάποτε εξομολόγησα μια γυναίκα που κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης ότι είπε ήταν ψέματα.
I had a woman who confessed to me all of her confessional lies.
Τον εξομολόγησες, Κέιλιν.
You confessed him.
-Την εξομολόγησε.
Shejust confessed.
Κατά τη διάρκεια της μάχης, με εξομολόγησε.
During the battle, I was confessed by her.
Ο εξομολογημένος ερωτεύεται την γυναίκα που τον εξομολόγησε
The confessed falls in love with the woman who confessed him.
Όταν τον εξομολογήσαμε, η γυναίκα του ήταν συντετριμμένη.
When we confessed him, his wife was devastated.
Ελάτε, εξομολογήστε με.
Hurry and confess me.
Έχει εξομολογήσει τους πάντες στο χωριό.
She's confessed everyone in the village.
Έχω εξομολογήσει αρκετές φορές την Λαίδη Μάργκερι, πατέρα, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν θαμπώθηκα από την ομορφιά της.
Well, Father, I've confessed Lady Margery several times, but, to be honest, I wasn't focused on her charm.
Έχω εξομολογήσει εχθρούς στην μάχη, για να προστατέψω τον Αναζητητή και την αποστολή του.
I've confessed enemies in battle, to protect the Seeker and his mission.
Ελπίζω να με εξομολογήσει ο πατήρ Αμβρόσιος.
I hope I am confessed by Brother Ambrosio!
Και πόσους εσύ έχεις εξομολογήσει;
And how many have you confessed?