Εγώ... αγόρασα αυτό το διαμέρισμα... 'ρχισα να το επιπλώνω. | I... took this apartment... started to furnish it. |
Δεν μπορείς να σταματήσεις να ανακαινίζεις και να επιπλώνεις διαμερίσματα. | Can't you stop renovating and furnishing apartments. |
Το επιπλώνουμε σιγά-σιγά στριμωχτήκαμε να το πάρουμε. | We have to furnish slowly cos we used up all our money. |
Έτσι απλά, βρήκα ένα καινούριο διαμέρισμα... το επίπλωσα... | Like that, I found a new place, furnished it, |
Αγόρασα το διαμέρισμα και το επίπλωσα. | l bought the apartment and furnished it. |
Μπορεί να επίπλωσα το διαμέρισμα αλλά αυτό είναι όλο. | I may have furnished the flat but that's about all |
Το επίπλωσα και το διακόσμησα | I furnished and decorated it. |
- Εξαρτάται από το ποιος το επίπλωσε. | Well, it depends on who furnished it. |
Η γιαγιά μου μπήκε στο δωμάτιο μου και το επίπλωσε. | My grandmother broke into our room and furnished it. |
Σου λέω, "επίπλωσε" τη ζωή μου, όπως έναν πίσω διάδρομο τον οποιο διασχίζει μία φορά το χρόνο. | I tell you, he furnished my life as he would a back hallway that he passed through once a year. And he likes me. |
Ένα παλιό μέρος που το επιπλώσαμε μόνοι μας με παλιά πράγματα. | It's an old place we furnished ourselves from stuff we picked up in the junk shops. |
Αγοράσαμε ένα σπιτάκι έξω από την πόλη και το επιπλώσαμε σταδιακά. | We bought a little house out of town and furnished it by degrees. |
Μετακομίσαμε και επιπλώσαμε το σπίτι και ήταν πραγματικά γαλήνια. | We moved in, and furnished the house, and it was really peaceful. |
Όχι, έχεις παντρευτεί ένα σωρό γυναίκες που επίπλωσαν ένα σωρό σπίτια. | No, you've married a bunch of women who furnished a bunch of homes. You want to eat off something? |
- Έχεις επιπλώσει τον Οίκο Μορόνι. - Ναι. | - You have furnished the Moroni house. |
Έχει επιπλώσει ένα υπόγειο οχυρό για αυτό μάλλον κάπου θα'χει ένα σωρό αποδείξεις. | Well, she's furnished an underground bunker so I'm guessing she must have a stack of receipts the size of a phone book. |
Έχω επιπλώσει ένα σωρό σπίτια. | I have furnished a bunch of homes. |
Δεν έχεις επιπλώσει ποτέ σπίτι. | You've never furnished a home. |
Το έχω επιπλώσει. | I've furnished it. |