Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εκτείνω (stretch) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εκτείνω
εκτείνεις
εκτείνει
εκτείνουμε
εκτείνετε
εκτείνουν
Future tense
θα εκτείνω
θα εκτείνεις
θα εκτείνει
θα εκτείνουμε
θα εκτείνετε
θα εκτείνουν
Aorist past tense
εξέτεινα
εξέτεινες
εξέτεινε
εκτείναμε
εκτείνατε
εξέτεινα
Past cont. tense
εξέτεινόμουν
εξέτεινόσουν
εξέτεινόταν
εξέτεινόμαστε
εξέτεινόσαστε
έξετεινόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
εκτέισου
εκτείνετε
Perfective imperative mood
να εκτείνεις
εκτείνετε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'stretch':

None found.