Σ' αναζητώ πολύ. | I don't know what to do. |
- Εσύ τι αναζητείς; | - What do you search for? |
Έμαθα πως αναζητείς πρώην φίλες του κατηγορούμενου. Μόνο μία. Που υπο- θετικά την έδερνε. | Given all that time you spend traveling and performing, does she ever let you slide a little when it comes to school? |
Γιατί δεν την αναζητείς; | Why don't you look for her? |
- Γι' αυτό δεν αναζητεί την αγέλη. | That's why it doesn't seek a pack. |
Ο Brown διατηρεί τη θέση του... αναζητεί μέσα του και τα τελευταία αποθέματα ενέργειας... και αγωνίζεται για την νίκη της Αγγλίας. | The American only two meters behind the English runner. But Brown doesn't give up... with his last strength he fights against the American for England |
Ο επιθεωρητήs αναζητεί πληροφορίεs στην Έπαυλη. | He is a practical and driven man. He doesn't get influenced by imagination. |
Jοhn και φορτηγάκι. Θα τ'αναζητάμε σ'όλη την πολιτεία. | You´II be knocking on doors all over the state. |
Όμως, αν ρίξω τη θερμοκρασία του κρυστάλλου σχεδόν κοντά στο μηδέν, ώστε η κίνηση των ατόμων να σταματήσει και τότε αν ρίξω το ΑΑΣΜΜ στον κρύσταλλο βλέπω την κίνηση του κρυστάλλου, και αυτό είναι το σήμα που αναζητάμε. | However, if I cool this crystal down to very near absolute zero so that the motion of the atoms stops, then if I toss our wimp into the crystal, I see the vibration of the crystal, and that's the signal we're looking for. |
Αποστολή μας είναι να αναζητάμε νέες μορφές ζωής, κι αυτό κάνουμε. | This starship's mission is to seek out new life, as Data is doing. |
Αυτήν ακριβώς τη διάθεση αναζητάμε, στην εταιρεία μας. | I don't have time for stupidity. You know, that's the kind of attitude we're looking for here at Carcharias. |
- Ο Πιτ δεν ξέρει ότι τον αναζητάτε; | Pete doesn't know that you're doing this? |
-Δεν ξέρω τι αναζητάτε. | I don't even know what you're looking for |
Αν δεν το κάνατε, θα σήμαινε ότι θα παραδρομούσατε. Θα χάνατε το δρόμο σας, θα απομακρυνόσασταν από την αλήθεια που αναζητάτε. | Failure to do so will definitely take you off your path and lead you away from the answers you seek. |
Δεν γνωρίζω ποιόν αναζητάτε, αλλά προφανώς, έχετε βρή λάθος άνθρωπο. | l don't know who you're looking for, but you've obviously got the wrong man. |
Όχι, ήμουν στην Αγγλία κάποτε, αλλά δεν την αναζήτησα. | No, I was in England once, but didn't get around to it. |
Απλώς προέκυψε. Όταν δεν γύρισες πίσω, πήγα στο Λας Ρίνας και σε αναζήτησα. | When you didn't come back, I went in to Las Rinas and asked around. |
Από την πρώτη στιγμή σού είπα από πού ήρθα, γιατί δεν σ' αναζήτησα. | I told you from the jump where I was coming from, why I didn't look for you. |
Δεν σε αναζήτησα.Τα πήγαινα μια χαρά. | I didn't seek you out. I was doing fine. |
-Μ' αναζήτησες λιγάκι; | You missed me a little bit, didn't you? |
Αυτό ήρθε σε σένα ή εσύ το αναζήτησες; | Did something come to you or did you seek it? |
Γιατί δεν την αναζήτησες; Γιατί; | Why didn't you look for her? |
Γιατί δεν την αναζήτησες; | Why didn't you look her? |
Αν έκανε τόση ζημιά όση ισχυρίζεται, τότε θα αναζήτησε ιατρική βοήθεια. | If she did as much damage as she claims, then he would've sought medical attention. |
Αυτό δημιουργεί την απορία αν κάποιο θύμα του αναζήτησε εκδίκηση. | This begs the question, did one of his victims seek revenge? |
Μπορείτε αναζήτησε εσωστρεφής γυναίκες , δεν νομίζω ότι κάποιος από τους θα μπορούσε ποτέ να σταθεί σε σας . | You sought out introverted women, didn't think any of them would ever stand up to you. |
Ναι, δεν είχε τα χρήματα για άλλη αποστολή και γι αυτό αναζήτησε τον θησαυρό με τον ίδιο τρόπο όπως κι εμείς. Κοιτάζοντας βιβλία και ιστοσελίδες, και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. | Yeah, he didn't have money to launch another expedition, so he searched for the treasure the same way we did -- with research books and websites. |
Την συνταγή ανατροπής του κόσμου δεν την αναζητήσαμε στα βιβλία, αλλά αλητεύοντας. | We did not seek the formula... for overturning the world in books, but in wandering. |
- Δεν τον αναζητήσατε; | You didn't go looking for him? |
Όταν αποσύρθηκαν οι κατηγορίες, δεν τον αναζητήσατε, τον απειλήσατε μερικές φορές; | After the charges were dropped, didn't you seek him out, threaten him several times? |
Αλλά την αναζητήσατε, έτσι δεν είναι; | But you claimed it, did you not? |
Ούτε που με αναζήτησαν. | They didn't even miss me. |
Αν σας έχουν συμβουλεύει να εκκενώσετε, ακούστε τις προειδοποιήσεις κι αναζητήστε καταφύγιο. | If you do have advisories posted. If you are told to evacuate. Listen to those warnings and make sure you seek shelter. |
Το λουλούδι μαράθηκε, δεν τηλεφωνώ τόσο πολύ και είναι οι τύψεις και το 'αναζητήστε τη γυναίκα' "Γιατί δεν δούλεψε αυτό;" και θα περάσουν χρόνια μέχρι να ξαναμιλήσουμε. | -There's a lot you don't know about me. -Like what? Well, that's about it, really. |
Σηκωθείτε και δράστε, αναζητώντας το δίκαιο και επιλέξετε τη σωστή πλευρά στη διαμάχη. | Then up and be doing, right only pursuing, and take your fair part in the strife. |