Ανακαρώνω (renovate) conjugation

Greek

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανακαρώνω
I renovate
ανακαρώνεις
you renovate
ανακαρώνει
he/she renovates
ανακαρώνουμε
we renovate
ανακαρώνετε
you all renovate
ανακαρώνουν
they renovate
Future tense
θα ανακαρώσω
I will renovate
θα ανακαρώσεις
you will renovate
θα ανακαρώσει
he/she will renovate
θα ανακαρώσουμε
we will renovate
θα ανακαρώσετε
you all will renovate
θα ανακαρώσουν
they will renovate
Aorist past tense
ανακάρωσα
I renovated
ανακάρωσες
you renovated
ανακάρωσε
he/she renovated
ανακαρώσαμε
we renovated
ανακαρώσατε
you all renovated
ανακάρωσαν
they renovated
Past cont. tense
ανακάρωνα
I was renovating
ανακάρωνες
you were renovating
ανακάρωνε
he/she was renovating
ανακαρώναμε
we were renovating
ανακαρώνατε
you all were renovating
ανακάρωναν
they were renovating
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανακάρωνε
be renovating
ανακαρώνετε
renovate
Perfective imperative mood
ανακάρωσε
renovate
ανακαρώστε
renovate

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'renovate':

None found.
Learning Greek?