Μου δίδαξαν πώς να σερβίρω κέικ με το τσάι. | I was taught to serve tea cakes. |
Ήθελα να σερβίρω φουά γκρα, αλλά ο πελάτης ήθελε ζυμαρικά. | I wanted to serve foie gras. The client demanded pasta. |
Τα... μωράκια μου θυμώνουν πολύ, όταν δε έχω τίποτα να σερβίρω. | My... my babies, they get so angry when I have nothing to serve. |
Θέλω να πας να σερβίρεις. | I want you to get out there and serve. |
Τι, θα το σερβίρεις αυτό στον Volvo, ε? | What, you serve that to Volvo, eh? |
Μπορείς να σερβίρεις. | You can serve. |
Να σερβίρεις λεμονάδα... και να της κάνεις 5 με 10 ερωτήσεις για τη ζωή της. | That you serve some lemonade, and you ask her five to ten questions about her life. |
Πάρτο για να μου σερβίρεις κι άλλλες απο εκείνες τις γαρίδες. | You can use it to serve me more of those shrimp puffs. |
Χαίρομαι που θα σερβίρουμε τα σικ αλλά ακριβά θαλασσινά. | - As a matter of fact, I am so happy we have decided to serve... |
- Θα σας το σερβίρουμε στο τραπέζι. | - Will be served at the table. |
Ξεκινάμε με βοδινό ' ποιότητας, το ταΐζουμε σε άλλες αγελάδες τις σκοτώνουμε και σερβίρουμε το αποτέλεσμα σε ψωμάκι. | We start with Grade A beef, feed that to other cows, then kill them and serve the unholy results on a seven-grain bun. |
Μόλις άδειασαν κάτι θέσεις στο μπαρ... και σερβίρουμε φαγητό κι εκεί. | A couple of stools opened up at the bar... and we serve our entire menu there. |
- Δε σερβίρουμε καπουτσίνο. | We don't serve cappuccino. - Oh, then an espresso. |
Ευχαριστείτε τους μάγειρες όταν σας σερβίρουν. | Thank the cooks when they serve you the meal. |
Δεν σερβίρουν φαγητό στις παρεμβάσεις. | They don't serve food at interventions. |
Ξέρεις, δε σερβίρουν καθόλου ουίσκι εδώ. | You know that they serve no whiskey. |
Γιατί δεν τρώνε νωρίτερα και να μας σερβίρουν ως συνήθως; | Why can't they have their lunch early and then serve us? |
Πώς μπορείς να μου σερβίρουν ποτά από το κυλικείο; | How can you serve me drinks from canteen? |
Αν είστε έτοιμοι, θα σερβίρω το δείπνο. | - If you are ready, I will serve dinner now. |
Κι εσύ, Οκέλο, θα σερβίρεις το φαγητό μου σε χρυσές πιατέλες. | And you , Okello , will serve my food on golden platters. |
Η γυναίκα μου θα σερβίρει τα ποτά. | My wife will serve drinks. |
Αλλά εμείς θα σερβίρουμε στον Γουέιν μια μερίδα θανάτου! | But we will serve Wayne an entrée of death. |
Εννοώ εάν τριπλασιάσουμε το μπάτζετ μας τότε θα σερβίρουμε πίτσα, σωστά; | Well, I mean, if it's triple our budget, then we will serve pizza, right? |
Δεν θα σέρβιρα άλλο σ' αυτόν. | I wouldn't serve this guy anymore. |
Μόλις ξεκινούσες στο κολέγιο, νομίζω, και σου σέρβιρα ποτό στην παραλία, παρότι ήξερα ότι ήσουν ανήλικος. | You were just starting college, I think, and I served you a drink at the Sand Dab even though I knew you were under age. |
Του σέρβιρα τον Καρλ στο πιάτο. | I served up Karl to this guy on a silver platter. |
Λυπάμαι πολύ, κύριε, είμαι νευρικός,. ..κι ο κύριος φώναξε την ώρα που σέρβιρα τα μακαρόνια. | I'm awfully sorry, sir, but I'm nervous, and the man yelled when I served the spaghetti. |
Δεν θα τους σέρβιρα ακόμα και τον Χριστό να είχαν σώσει τον ίδιο. | I couldn't serve them if they saved Jesus himself. |
Μήπως σήμερα το πρωί σέρβιρες μια με- λαχροινή, όμορφη, καλοστεκούμενη 40άρα; | Did you serve a brunette, pretty, young-looking 40s, this morning? |
- Μόλις σέρβιρες αυτόν τον τύπο. | - You just served this guy. |
- Αφού της σέρβιρες ματωμένο ταμπόν. | Well, you did serve her a bloody tampon. |
Μας σέρβιρες φαγητό που κάποιος δε θα ακουμπούσε καν. | You served us food a man wouldn't even touch with his ass. |
Εσύ σέρβιρες. | You served. |
Μαρτ, σέρβιρε τον κύριο. | Marthe, serve monsieur. |
Αλλά ο καμαρώτος με χαρά θα σας σέρβιρε τα γεύματά σας στην καμπίνα σας... αν δεν μπορείτε να το αντέξετε. | Now the steward will be glad to serve your meals in your cabin... if it's all too much for you. |
Προσέξατε την σερβιτόρα που σας σέρβιρε καφέ πριν από λίγο; Τι; | Did you notice the waitress who served you with coffee just a few moments ago? |
Αυτός τους σέρβιρε τα ίδια τους τα κεφάλια. | And he serves 'em their own heads. |
Μόλις σέρβιρε στον Τζορτζ κάτι περισσότερο από φαγητό. | Just served George more than his lunch. |
Χτες βράδυ σερβίραμε αυτό. | Now, last night, we served this. |
Αν σερβίραμε ζαχαρομπισκοτάκια... στο σχήμα γραμμάτων; | What if we served sugar cookies in the shape of letters? What do you think? |
Λίγο ακόμη να ψηνόσουν και θα σε σερβίραμε με σαλάτα. | Eh, any crispier and you could serve it with a side of slaw. |
Να δοκιμάσει οτιδήποτε σερβίραμε. | She would try anything we served. |
Και τους σερβίραμε φαγητό. | And we served them food. |