Γιατί πρέπει να ανταγωνίζομαι τον τύπο από το όνειρο της; | Why do I have to compete with a guy from her dream? |
Δεν μπορεί να ανταγωνίζομαι επαρχιωτόπαιδα. | I can't be expected to compete against country boys. |
Δεν υπήρχε λόγος να ανταγωνίζομαι το Value! | No use trying to compete with Value! More. |
Είναι όταν έμαθα να ανταγωνίζομαι, να είμαι νικητής. | It's where I learned to compete, become a winner. |
Τώρα απλά θα ανταγωνίζομαι ηθοποιούς για να δουλέψω ως μπάρμαν. | Now I'm just gonna have to compete with actors for bartending jobs. |
Για όνομα του θεού, δεν μπορείς να ανταγωνίζεσαι μια συσκευή. | For God's sake, you cannot be expected to compete with a gadget. |
Γιατί δεν ανταγωνίζεσαι; | Why don't you compete? |
Γιατί πρέπει πάντα να ανταγωνίζεσαι την μαμά; | Why do you always have to compete with mom? |
Δε γίνεται να ανταγωνίζεσαι... σε όλο και χαμηλότερο επίπεδο κάθε χρόνο, χωρίς να υπάρχει φειδωλότητα στην ασφάλεια, κατά κάποιο τρόπο. | You can't compete to a lower and lower level every year without skimping on safety somehow. |
Δεν θα γελοιοποιείς, δεν θα ανταγωνίζεσαι. | You will not ridicule, you will not compete. |
Είστε σαν δυο αντίπαλα τηλεοπτικά κανάλια που το ένα ανταγωνίζεται το άλλο... | She would be the WE channel, and you would be... whatever channel it is that competes against the WE channel. |
Επιτέλους, το μυαλό σου ανταγωνίζεται τους μυς σου. | At last your brain competes with your muscle. |
Κάθε πλευρά ανταγωνίζεται για την κυριαρχία. | Each side competes for dominance, no? |
Το αλκοόλ ανταγωνίζεται με την αιθυλενογλυκόλη για τους υποδοχείς... που σταματά την τοξική μετατροπή. | The alcohol competes with the ethylene glycol for the receptors... Which stops the toxic conversion. |
"Μας διδάσκουν να είμαστε χωριστά μεταξύ μας... "και να ανταγωνιζόμαστε για στόχους άνευ αξίας. | They teach us to remain separate from each other and to compete for worthless goals. |
- Δεν τον ανταγωνιζόμαστε. | - We don't compete with that. |
- Θα δείξει. Είναι δύσκολο γιατί και πουλάμε τα προϊόντα της IBM και τα ανταγωνιζόμαστε. | It's tough, because we both sell IBM's product and compete with them. |
- Πρέπει να δεχτούμε πως εμείς οι γυναίκες δεν προοριζόμαστε να ανταγωνιζόμαστε τους άντρες. | - We must accept that we women are not meant to compete with men. |
Έχω κάνει νέους φίλους στη Λέσχη και ανταγωνιζόμαστε για να δούμε ποιος ράβει καλύτερα. | I've made new friends in the Club and we compete to see who sews the best. |
" για να τους βοηθήσει να πετύχουν , αλλά μπορώ ανταγωνίζονται για την καθαρή βούληση | "to help them succeed, but I can compete on sheer will |
Έχεις δει αυτούς που ανταγωνίζονται για το χέρι μου; | Have you seen those who compete for my hand? |
Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε τα ρομπότ ως μια εναλλακτική μορφή ζωής, που μπορεί μια μέρα να αντικαταστήσουν ή να ανταγωνίζονται τον άνθρωπο. | We tend to think about robotics as an alternative life-form that may someday replace or compete with humans. |
Ήρθαν μαζί μου για να παράγουν ελεύθερα, να εμπορεύονται, να συνεργάζονται, και να ανταγωνίζονται σε ένα μέρος... όπου όλων τα δικαιώματα θα προστατεύονται. | They have joined me to freely produce, trade, cooperate and compete in a place... where the rights of all are protected. |
Όταν ανταγωνίζονται για να αναδείξουν το καλό που κρύβουν μέσα τους αυτή είναι η αγάπη μεταξύ ανδρών, που μπορεί να χτίσει ένα κράτος και να μας βγάλει από τον νερόλακκο με τα βατράχια. | When they compete to bring out the good, the best in each other this is the love between men that can build a city-state and lift us from our frog pond. |
Δεν ανταγωνίστηκες ποτέ στη ζωή σου. | You never competed in your life. |
Το πλωτό ανταγωνίστηκε εκατοντάδες από όλη τη χώρα και | This float competed against hundreds from all over the country and-- |
Ως κάποιος που σε ανταγωνίστηκε για την προτίμηση της Βάιολετ, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτό είναι αναχρονιστική ιστορία. | Well, as someone who competed with you for Violet's affections, I can say with certainty that this is revisionist history. |
Έτσι, οι αθλητές ανταγωνίστηκαν για άλλο λόγο. | So the athletes competed for another reason. |
- Πώς θ' ανταγωνιστείτε τους Κινέζους; | How do you think you'll ever compete with China? |
Ένας λιγότερος ηθοποιός για να ανταγωνιστείτε στη Νέα Υόρκη. | One less actor in New York for you guys to compete with. |
Ήρθατε εδώ να ανταγωνιστείτε ή να παλέψετε; | Are you here to compete or to fight? |
Αν η άδεια είναι ίδια με του Σάιρινγκ, γιατί δε διοργανώνετε μια πανήγυρη του χρόνου, για να ανταγωνιστείτε με το Σάιρινγκ; | If the license is the same as Shiring's, why can't you host a fair next year to compete with Shiring? |
Αν θέλετε να ανταγωνιστείτε με τις άλλες ομάδες της Σχολής έχετε να μάθετε πολλά ακόμα. Λοχία; | If you expect to compete with the other teams at this school, you've got a lot to learn. |
Δεν έχουμε ανταγωνιστεί ποτέ. | We have never competed. |