Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ανδρώνομαι (enslave) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ανδρώνομαι
ανδρώνεσαι
ανδρώνεται
ανδρωνόμαστε
ανδρώνεστε
ανδρώνονται
Future tense
θα ανδρωθώ
θα ανδρωθείς
θα ανδρωθεί
θα ανδρωθούμε
θα ανδρωθείτε
θα ανδρωθούν
Aorist past tense
ανδρώθηκα
ανδρώθηκες
ανδρώθηκε
ανδρωθήκαμε
ανδρωθήκατε
ανδρώθηκαν
Past cont. tense
ανδρωνόμουν
ανδρωνόσουν
ανδρωνόταν
ανδρωνόμαστε
ανδρωνόσαστε
ανδρώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ανδρώνου
ανδρώνεστε
Perfective imperative mood
ανδρώσου
ανδρωθείτε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'enslave':

None found.