Κι αυτό είναι το πορτοφόλι σου, που σε ταυτοποιεί ως ιδιωτικό ερευνητή, σωστά; Ναι. | And here's your wallet, and that identifies you as a private investigator, doesn't it? |
Έχει συμβάλλει στο συντονισμό των ομοσπονδιακών πόρων όσο ταυτοποιούμε τους νεκρούς, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι συμβαίνει εδώ. | He's helping coordinate federal resources as we identify the dead and try to understand what happened here. |
Θα αρχίσουμε να ταυτοποιούμε τους υπόπτους. | We'll start identifying suspects. |
Πρέπει να ταυτοποιούμε τους ασθενείς μόλις εισάγονται. | We have to identify patients as soon as they've been admitted. |
Τον/την ταυτοποιούμε με λάθος τρόπο και γι'αυτό, όταν ανακαλύπτουμε ότι κάναμε λάθος, ο έρωτας αμέσως μετατρέπεται σε βία. | We misidentify, wrongly identify him or her, which is why, when we discover that we were wrong, love can quickly turn into violence. |
Τους ταυτοποιούμε, η κυβέρνηση τους εντοπίζει και κάποιοι πάνε φυλακή. | We identify them, government tracks them, and some go to the compound. |
"Ανώνυμες πηγές ταυτοποιούν τον σχεδιαστή τατουάζ Γουέσλεϊ Λιούις, ...ως τον κύριο ύποπτο στην απαγωγή της κοπέλας". | Unconfirmed sources identify burnside tattoo artist Wesley Lewis as the main suspect in the girl's abduction. |
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για τον Μιρ να γίνει η πεμπτουσία του καθενός από το να εξαφανίσει τα στοιχεία που τον ταυτοποιούν. | What better way for Mir to become the quintessential everyman than by searing off his identifying features? |
Έκανα τα κόλπα μου, άνοιξα την εφαρμογή, και ταυτοποίησα τους δράστες μας. | I hacked in, turned the app back on, and identified our gunmen. |
Έτσι με τη βοήθεια του Αρχηγού, ταυτοποίησα τον μεγαλύτερο μη εμπορικό καταναλωτή σε κιλοβατώρες/ώρα στην περιοχή. | So with the help of the captain, I identified the largest noncommercial consumer of kilowatt hours in the area. |
Αν βοηθάει, ταυτοποίησα τον ερεθισμό στα πνευμόνια του Γιέηντεν. | I've identified the irritant in Yaden's lungs. |
Μόνο ένας προμηθευτής πουλά γαλάκτωμα και μάλιστα διαδικτυακά, με την ακριβή αναλογία μεταλλικών στοιχείων που ταυτοποίησα. | Only one vendor sells a version with the precise mineral proportions that I've identified, and they only offer it online. |
Νομίζω ότι ταυτοποίησα την σκελετο-νύφη μας. | So, I think I've identified our skeleton bride. |
- Τον ταυτοποίησες; | -Have you identified him? -Yes. |
Ασφάλισες την περιοχή και ταυτοποίησες όλους του μάρτυρες; | You secured the area, identified all witnesses. |
Εσύ ταυτοποίησες ανθρώπινα υπολείμματα; | Look at that! You identified human remains? |
Ταιριάζουν με όλα τα άλλα θύματα, που ταυτοποίησες. | They match all the other victims you identified. |
Ωραία, οπότε ταυτοποίησες τον στόχο. | OK, so you've identified your mark. |
Δεν έχει θεαθεί δημόσια από το 1994, όταν η Μοσάντ τον ταυτοποίησε ως τον άντρα πίσω απ'τις βομβιστικές επιθέσεις. στο κέντρο Εβραϊκής Κοινότητας στο Μπ. Άιρες, στην οποία σκοτώθηκαν 85 άνθρωποι. | He hasn't been seen in public since 1994 when Mossad identified him as the man behind the bombing at the Jewish community center in Buenos Aires, which killed 85 people. |
Η 'τζελα ταυτοποίησε το πτώμα. | Angela identified the boy in the otter suit. |
Η Σάρι ταυτοποίησε το πού έμενε. Ήταν από το ίδιο χωριό. | Sari identified where he lived-- they were from the same village. |
Η Σιν Μπετ ταυτοποίησε τους τρεις άντρες που βρέθηκαν νεκροί στο κρυσφήγετο των Νταβίντ. | Shin Bet identified the three men that were found dead at the David safe house. |
Η ίδια στρατιωτική βάση ταυτοποίησε το πτώμα του ΜακΚουέιντ, ως Τζέφρι Κρούγκερ. | Same military database identified the McQuaid body as a Geoffrey Krueger. |
Ένα πό τα όπλα που μπορέσαμε να ταυτοποιήσαμε ήταν σε θέση να διαπεράσει,ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο από απόσταση 200 μέτρων. | The one weapon that we have identified could go through a bulletproof vest at 200 yards. |
Εμείς απλά τον βρήκαμε και τον ταυτοποιήσαμε. | We found him. We identified him. |
Κα Πρόεδρε, ταυτοποιήσαμε έναν άνδρα ως τον Στγό Τζούμα. | Madam president, we've identified one of the men as general juma. |
Μόλις ταυτοποίησε τα υπολλείματα ως το ίδιο ακριβώς μείγμα θερμίτη και επιβραδυντικού φωτιάς που ταυτοποιήσαμε εγώ και ο Ντετέκτιβ Κινγκ στις άλλες πυρκαγιές. | He just I.D.'d the residue as the exact same mixture of thermite and fire retardant that Detective King and I identified in the other fires. |
Την ταυτοποιήσαμε σαν την Κίμπερ Κούπερ. | We've already identified her as Kimber Cooper. |
Αλλά, διαπιστώσαμε ότι η αστυνομία, βρήκε κι άλλο ένα αποτύπωμα...μερικό που ποτέ δεν ταυτοποίησαν. | But we've been able to determine that the police found another print on the knife, a partial, that they never identified. |
Η έρευνα συνεχίζεται απόψε για τον Ίαν Σπίθα τον οποίον οι αρχές ταυτοποίησαν σαν ένα " Μιμητή- δολοφόνο του Ματάντσα". | Asearchcontinuestonight for Ian Sparks whoauthoritieshaveidentified as the "Matanza copy-cat killer." |
Ναι,την ταυτοποίησαν ως το τελευταίο μοντέλο, ανοιχτόχρωμη CLS550. | Yeah, they identified it as a late-model, light-colored CLS550. |
Ντέντεκτιβ Χα, ταυτοποίησαν τα αποτυπώματα. | Detective HA, they identified the fingerprints |
Οι κακοποιοί, ταυτοποίησαν εαυτούς, ως Archie Long και Harry Doyle, οι ίδιοι άνθρωποι, που είχαν ληστέψη αυτή την αμαξοστοιχία, πριν από τριάντα χρόνια. | The bandits identified themselves as Archie Long and Harry Doyle the same men who robbed this train 30 years ago. |
Η μόνη φορά, που έχω ξαναδεί τέτοιο κάταγμα ήταν όταν ταυτοποιούσα λείψανα στο Ιράκ. | The only time I've seen a fracture like this is when I was identifying remains in Iraq. |
- Δε σ' έχουν ταυτοποιήσει ακόμα. | They haven't identified you yet. |
Έχει να κάνει με το δείγμα DNA που δεν έχουμε ταυτοποιήσει ακόμη | It has to do with that sample of DNA that we haven't identified yet. |
Έχει ταυτοποιήσει κανείς σας τον ύποπτο ως Τόμας Φράνσις Κέλι; | Has anyone actually identified the suspect as Thomas Francis Kelly? |
Έχετε ταυτοποιήσει τους απαγωγείς; | Have you identified the abductors? |
Έχουμε ταυτοποιήσει τρείς από τις πέντε . | We've identified three out of five. |
Χρησιμοποιούμε φίλτρα για να ελαττώσουμε ή να θολώσουμε τον θόρυβο... .. ταυτοποιώντας κάθε ανεπιθύμητο ήχο από την συχνότητά του και μετά τον αγνοούμε. | We use filters to diminish or blur noise, identifying each unwanted sound by its frequency and discriminating against it. |