Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Τακτοποιώ (rescue) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
τακτοποιώ
τακτοποιείς
τακτοποιεί
τακτοποιούμε
τακτοποιείτε
τακτοποιούν
Future tense
θα τακτοποιήσω
θα τακτοποιήσεις
θα τακτοποιήσει
θα τακτοποιήσουμε
θα τακτοποιήσετε
θα τακτοποιήσουν
Aorist past tense
τακτοποίησα
τακτοποίησες
τακτοποίησε
τακτοποιήσαμε
τακτοποιήσατε
τακτοποίησαν
Past cont. tense
τακτοποιούσα
τακτοποιούσες
τακτοποιούσε
τακτοποιούσαμε
τακτοποιούσατε
τακτοποιούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
τακτοποίει
τακτοποιείτε
Perfective imperative mood
τακτοποίησε
τακτοποιήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ταυτοποιώ
identify

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'rescue':

None found.