- Γιατί με ταπεινώνεις δημοσίως; | - Why do you humiliate me in public? |
- Δεν έχει υπάρχει κανένας... τότε γιατί με ταπεινώνεις μπροστά σε κανένα; | - I have no one here ... Why humiliate me in front of someone? |
-Mε ταπεινώνεις. | To humiliate me. |
-Μη με ταπεινώνεις έτσι. | - Do not humiliate me like this ! |
-Πώς με ταπεινώνεις έτσι; | How can you humiliate me so? |
- ...και σταμάτα να πίνεις. - Σε ταπεινώνει, σε κάνει να υποφέρεις; | -He humiliates you, makes you suffer? |
- Αυτή η διαφωνία μάς ταπεινώνει. | -This argument humiliates us both. |
Όποιος ταπεινώνει το γιό μου το πληρώνει ακριβά. | "No one humiliates my son-- and gets away with it!" |
Όχι, ο τρόπος που τον κοιτάς, σε ταπεινώνει. | No, the way you stared at him humiliates you. |
Αυτό το Σ/Κ, θέλω να ζωγραφίσεις ο,τιδήποτε σε αναστατώνει σε υποτιμά ή σε ταπεινώνει. | So this weekend, I want you to paint anything that upsets you, belittles you, or humiliates you. |
'Οχι να πεινάνε, να τους βασανίζουμε και να τους ταπεινώνουμε. | Not to starve them, not to torture them, not to humiliate them. |
Γι' αυτό, θα ταπεινώνουμε την Κάντι, μέχρι να σε απολύσει. | So we're gonna humiliate cuddy until she fires you. |
Πρέπει να ταπεινώνουμε το σώμα. Πρέπει να τιθασσεύουμε ασταμάτητα τη σάρκα. 'Ωστε, η ψυχή εξαγνισμένη να επιστρέψει μετά θάνατον στην ουράνια κατοικία. | The body must be humiliated and detested... and constantly subjected to the pleasure of the flesh... so that the purified soul may return after death... to its celestial abode. |
Για λόγους ασφαλείας, μην τον ταπεινώνετε. | For safety's sake, don't humiliate him! |
Δεν χρειάζεται να τον ταπεινώνετε. | Okay? You don't have to humiliate him. |
Επειδή χθες έκανα κάτι τόσο ξεχωριστό δε σας δίνει το δικαίωμα, να με ταπεινώνετε κι άλλο. | Just because I did something so beyond the Valley of Sad City last night it doesn't give you the right, as my parents, to humiliate me further. |
Και με ταπεινώνετε κι άλλο κάθε χρόνο, δίνοντάς μου αύξηση. | And every year you further humiliate me by raising my salary. |
Λουδοβίκε της Γαλλίας! Θυμηθείτε ότι οι ευγενείς σάς έκαναν Βασιλιά αυτοί που τώρα ταπεινώνετε. | Remember, the nobles made you king - those whom you now humiliate. |
'Ηταν εξαιρετικά υπερήφανοι, κι εγώ τους ταπείνωσα. | The two proudest people in the world, and I humiliated them. |
Για την ακρίβεια, νομίζω πως την ταπείνωσα. | Indeed, I think I humiliated her. |
Ναι, αλλά Φιλίπ, σας ταπείνωσα μπροστά στους φίλους σας. | Oh, but Philippe, I humiliated you right in front of your friends. |
Συγγνώμη που σε ταπείνωσα μπροστά σ'ολόκληρο το σχολείο και τους επισκέπτες. | I'm sorry that I humiliated you in front of the entire school... and the visiting 8th-graders. |
Τον έδειρα μπροστά στους άντρες του, τον ταπείνωσα. | I thrashed him in front of his men, humiliated him. |
"Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο με ταπείνωσες και θα πληρώσεις γι 'αυτό .." | "I will never forget how you've humiliated me. And you'll pay for it." |
- Όχι. Με ταπείνωσες. | You humiliated me. |
- Με ταπείνωσες και με ντρόπιασες! | You totally humiliated me! |
- Με ταπείνωσες όταν αγόρασες το μερίδιο μου στο ιατρείο χωρίς να με ρωτήσεις. | You humiliated me When you bought me into the practice without asking me. |
-Που με ταπείνωσες δημόσια. | - When you publicly humiliated me? |
- Με ταπείνωσε σήμερα. | - He humiliated me tonight |
- Με ταπείνωσε. | - Ihab: He humiliated me. - Mohammed: |
- Ο Rath με ταπείνωσε | - Rath humiliated me. |
Έχω να σας πω, έχω ταπείνωσε από αυτή τη δουλειά, ακόμη και ταπεινωμένος. | I have to tell you, I have been humbled by this job, even humiliated. |
Όπως αυτός, ταπείνωσε δημοσίως τον γαμπρό σου... ..ομοίως, θα πρέπει να ταπεινωθεί κι αυτός ο ίδιος. | Just like he publicly humiliated your son-in-law.. "Similarly, he should be humiliated too. |
Έχετε αμαυρώσει το όνομά μας και μας ταπεινώσατε μπροστά σε όλους. | You've blackened our name and humiliated us in front of everyone. |
Με ταπεινώσατε δραματικά. | I told you, I insisted. You humiliated me. |
-Ο πατέρας σου πέρασε δύσκολες στιγμές στην ζωή του, έζησε σαν σκύλος... δούλεψε σκληρά, αλλά τον προσβάλανε και τον ταπείνωσαν. | -Your father often had hard times in his life, he lived like a dog he worked hard, but they insulted and humiliated him... |
Rafa; Νομίζεις ότι σε ταπείνωσαν, Αλλά μόνο σε ταρακούνησαν Τίποτα περισσότερο | Rapha... you felt humiliated, but it was just an emotion. |
Για όλες αυτές τις φορές που μας ταπείνωσαν! | For all those times we were humiliated! |
Γλυκειά μου αγάπη... Σε χτύπησαν, σε ταπείνωσαν, σε εξέτασαν. | My sweet love... beaten, humiliated, examined. |
Δεν περίμενα να έχετε το θράσος να εμφανιστείτε... τη στιγμή που οι μαθητές σας ταπείνωσαν όλο το Σώμα. | I'm surprised you had the nerve to show up... after your cadets humiliated the Police Department. |
Γιατί το' σκασες μαζί της... ταπεινώνοντας με, έτσι; | Running away with her... humiliating me like that? |
Προσβάλλοντας και ταπεινώνοντας εμένα, προσέβαλε και ταπείνωσε εσένα. | By insulting and humiliating me, he insulted and humiliated you! |
Συνέχεια σου γελούσε, αλλά στην πραγματικότητα γελούσε εις βάρος σου, προδόνοντας σε, περιφρονόντας σε, ταπεινώνοντας σε. | All the time she was smiling at you, but really she was laughing at you, betraying you, despising you, humiliating you. |
-Ποτέ δεν μ' είχαν προδώσει... ή ταπεινώσει περισσότερο στη ζωή μου! | l've never been so betrayed... and humiliated in all my life! |
Γκάρι ποιος σε έχει ταπεινώσει εσένα; | Gary, who humiliated you? |
Δε σε έχουν ταπεινώσει πραγματικά. | You've never been truly humiliated. |
Δεν με έχουν ξανα ταπεινώσει έτσι ποτέ... | I will never be humiliated like like that again. |
Εδώ και μια βδομάδα δεν μπορώ να κοιμηθώ και αναρωτιέμαι: Γιατί ο κ. Germain θέλησε να με ταπεινώσει μπροστά σε όλη την τάξη;... εξαναγκάζοντας με να διαβάσω την εργασία μου, που προξενούσε το γέλιο στους συμμαθητές μου. | "I did not sleep for almost a week trying to understand, why Monsieur Germain humiliated me in front of the class, forced to read my essay to laughing classmates? |