Δεν με νοιάζει το άτομο που συλλογίζεται... πετώντας τις πινακίδες κυκλοφορίας. | Never mind the man who contemplates... doing away with license plates. |
Καθώς συλλογιζόμαστε αυτή τή νεαρή ζωή πού είχε ένα τόσο ξαφνικό καί πρόωρο τέλος πρέπει νά θυμόμαστε πώς η Γκρέις Φίλιπς έδωσε τήν ζωή της γιά τήν πατρίδα της... ακριβώς όπως κάνουν καί τόσοι νέοι μας πέρα από τόν ωκεανό. | VICAR: As we contemplate this young life, brought to so sudden and premature an end, we have to remember that Grace Phillips gave her life for her country in exactly the same way as so many of our young men are doing overseas. |
Γιαόλουςεμάςπου συλλογίζονται αυτότοβράδυ. | One for all of us to contemplate this evening. |
Το γεγονός είναι ότι έχω συλλογιστεί το θέμα επί μακρόν... και δεν νομίζω πως είναι δυνατόν οι σκλάβοι... να πνίγηκαν με τον τρόπο που λέτε. | It is a fact that I have contemplated on the matter for many hours and I I do not think the slaves could have been drowned in the way that you say. |