Ποτέ δεν την κλωτσάω εγώ. | I never get to kick it. |
Γιατί συνέχισες να τον κλωτσάς; | GWEN: Why'd you keep kicking him? |
- Σταμάτα να κλωτσάς το κάθισμα! | - Stop kicking the seat! |
Θα έπρεπε να είσαι έξω στον φρέσκο αέρα, να κλωτσάς σκυλιά. | You should be out in the fresh air, kicking dogs. |
'Εάν υπάρχει κάτι που, πραγματικά, νοιάζεσαι, πιστεύεις σε αυτό,' '...τότε θα πρέπει να συνεχίσεις να κλωτσάς.' | Never. If it's something you truly care about, believe in, then you have to keep kicking back. |
Συνέχισε να κλωτσάς. | Oh, Chris, keep kicking. |
Να μην κλωτσάμε σκύλους. | We'll stop kicking dogs. |
Χτυπάμε, κλωτσάμε, σπρώχνουμε. | We knock, kick, push. |
Τον κλωτσάμε στο σώμα ή ανάμεσα στα πόδια, όπως μάθαμε... | You can kick into the body or the front kick into the groin that we learned... |
Πηδάμε, κλωτσάμε και ψαλίδι! | Hitch, kick and scissors! |
Τώρα κλωτσάμε την πόρτα. | Now kicked the door. |
ακόμα και τα σκυλιά ξέρουν ποια είναι η διαφορά να σε πατούν από το να σε κλωτσάν. | even a dog knows the difference between being stumbled over and being kicked. |
Θα δεις τι γλυκό που ειναι να σου κλωτσάν τον κώλο! | It'll be a term of you getting your ass kicked. |
Σίγουρα είχαμε αντιστάσεις, άτομα που άρχισαν να κλωτσάν και να τσιρίζουν στο 2015, αλλά, ναι, νομίζω πως το αξίζουν. | Definitely had some holdouts, people that went kicking and screaming into 2015, but, yes, I think they deserve it. |
"να'σαι σίγουρος, πως η καλοσύνη των πεφωτισμένων"... "θα κλωτσήσει τον κακό σου κώλο"; | "you can bet the goodness of the Light Ones... will kick your bad behind"? |
- ΄Ετσι που μ΄ αιφνιδιάζεις είσαι τυχερός που δε σε κλώτσησα. | - Sneaking up like that you're lucky you didn't get kicked. |
Βγαίνει ο Τσιπ με καουμπόικες μπότες και λέει " Δεν την κλώτσησα." | So Chip walks out in cowboy boots and goes "I didn't just kick her in the head." |
Επειδή κλώτσησα τον ξανθούλη στα παπάρια; | Just for kicking blondie in the gonads? |
Αλλά μπορεί να υπερέβαλλα λιγάκι όταν κλώτσησα τον κάδο σκουπιδιών πάνω του. | But I may have overreacted a little when I... kicked the trash can over on him. |
Όταν σου κλώτσησα το κεφάλι, θα έχασες τη μνήμη σου. | When he kicked your head, it must've jarred your memory. |
Μπήκες στη ζωή μου με τις μεγάλες σου μπότες, και τα κλώτσησες όλα, και δεν νιάστηκες αν πλήγωσες κάποιον, ποιανού ζωή κατέστρεψες κατά τη διάρκεια της δουλειάς σου. | You get in there with your big boots, and you kick it all apart, and you don't care who you hurt, whose life you destroy in the process. |
Τον κλώτσησες; | Did you kick him? We was all kicking him. |
Γιατί με κλώτσησες; | Why'd you kick me? |
Ο μπάτσος που κλώτσησες έχει σπασμένους όρχεις. | The cop that you kicked has ruptured testicles. |
- Ότι τον κλώτσησες. | You kicked him. |
Εντάξει, τώρα σιγά-σιγά κλώτσησε το μαχαίρι εδώ... | Okay, now slowly kick the knife over to- |
Τελικά με κρέμασε και κλώτσησε το σκαμνί χωρίς προειδοποίηση . | Finally he hooked me and then he kicked the stool away without any warning. |
Θα μπορούσες να πεις ότι σε σε κλώτσησε στον κώλο, Καρλ. | You could tell about him kicking your ass, Carl. |
Λογοφέρατε, αρχίσατε να τσακώνεστε του έριξες το βραβείο στον τοίχο, και αυτός σε κλώτσησε στους όρχεις. | You argued, you started to fight, you threw his award against the wall, and he kicked you in the testicles. |
Η generatorjust έκτακτης ανάγκης κλώτσησε. | The emergency generatorjust kicked in. |
Τώρα που τον κλωτσήσαμε σκληρά εκεί που πονάει... | Now that we've kicked him hard-- |
Απλά το κλωτσήσαμε εκεί. | Well, we just kicked it under there. |
Την κλωτσήσαμε, ναι, αλλά δεν τη σπάσαμε. | kick, yes. kick in, no. |
Και τώρα σκεφτόμουν ότι κλωτσήσαμε το κώλο σου, τη τελευταία φορά. | And here I was thinking we both kicked your ass, last time. |