Να κεντάς όλη μέρα και ό,τι άλλο κάνουν τα άλλα πρόσωπα περιωπής. | You could have filled your days with embroidery and, well, whatever it is gentlefolk do at home. |
Πότε ξεκίνησες να κεντάς με το βελονάκι Λέσλι; | When did you first start doing lace work, Leslie? |
Στέμμα κεντάς το κεφάλι του σε φορά, σαν να φοράς βαριά πανοπλία μια ζεστή μέρα καις αυτόν που προστατεύεις. | O majesty, When thou dost pinch thy bearer thou dost sit Like a rich armour worn in the heat of day, |
Το μόνο που κάνει η μαμά μου είναι να κεντά ενώ βλέπει PBS. | All my mom does is needlepoint while watching PBS. |
Για ποιον την κεντάτε; | And who do you sew it for? |
Τι κεντάτε, Λαίδη μου; | What does Your Ladyship sew? |
Ο κ. Μπουτ, αλλά εγώ το κέντησα. | Well, Mr Boot said it, but I did the needlework. |
Τα κέντησα μόνος μου. | I did the needle point, myself. |
Ταπισερί. Μια χρονιά, κέντησε την κλινική όπως φαίνεται από ψηλά. | One year, she did all the hospital, seen from above. |