Έχω την ικανότητα να ερμηνεύω αυτά τα γραπτά, και με την κατάλληλη κατανόηση, οποιοσδήποτε από εσάς μπορεί να κάνει το ίδιο. | I have the ability to interpret these writings and with the proper understanding, any of you could do the same. |
Δεν έχω πια την ικανότητα να ερμηνεύω τους θορύβους σου. | I no longer have the ability to interpret your noises. |
Δεν είναι δουλειά μου να ερμηνεύω την πραγματικότητα. | My job is not to interpret reality. |
Δεν είναι δουλειά μου να ερμηνεύω τις προθέσεις του άρχοντά μου. | It is not for me to interpret my liege's intent. |
- Έτσι το ερμηνεύεις; | - Is that how you interpret it? |
- Ναι... αλλά το πως ερμηνεύεις την πληροφορία είναι που μετράει, και εσύ έχεις πέσει πολύ έξω. | Ye-Yes, but it's how you interpret the information that counts, okay, and you're way off on this. |
Έχουμε εσένα για να ερμηνεύεις τους παπύρους. | We have you to interpret the scrolls. |
Όπως ένας απόστολος, ο σκοπός σου δεν είναι να ερμηνεύεις.. | Because, like an apostle, your task is not to interpret, but to deliver. |
Ό,τι κακό του έχει συμβεί το ερμηνεύει ως κάποιο είδος θεϊκής παρέμβασης. | Everything bad that happens to him, he interprets as some sort of divine intervention. It's a self-fulfilling prophecy. |
Όταν βλέπουμε κάτι, το πώς ο εγκέφαλός μας το ερμηνεύει δεν είναι συνήθως αυτό ακριβώς που αποτυπώνεται στο μάτι μας. | When we see something, how our brain interprets it isn't usually what exactly is imprinted on our eyeball. |
Αυτά ερμηνεύει η παλαιά διαθήκη. | These are Old Testament interprets. |
Δεν είμαι σίγουρη, αλλά ο εγκέφαλός μας δεν σχεδιάστηκε να επεξεργάζεται το είδος των πληροφοριών που δεχόταν ο Τζόρντι. Αν ο εγκέφαλος λάβει κάτι που δεν μπορεί να κατανοήσει, το ερμηνεύει, κάποιες φορές σαν μια μυρωδιά ή έναν ήχο, κάποιες φορές οπτικά. | If the brain receives something it can't understand, it interprets it, sometimes as a smell or a sound, sometimes visually. |
-Τα πτώματα λένε την ιστορία... επειδή εμείς ερμηνεύουμε τα πράγματα όπως μας έμαθαν. | - Bodies tell us stories because we interpret them how our predecessors taught us to. |
Αυτό που έχει σημασία είναι το πως τα ερμηνεύουμε. | What matters is how we interpret them. |
Γιατί δεν έχουμε το δικαίωμα να διαβάζουμε, να γράφουμε, να σκεπτόμαστε, να ερμηνεύουμε; | Why shouldn't I have the right to read, write, think, interpret ? |
Δεν ερμηνεύουμε τις διαταγές. Απλώς τις μεταφέρουμε. | Our job is not to interpret orders, our job is to pass them along, regardless. |
Δεν είστε σε θέση να ερμηνεύετε το θέλημα των Κεφαλιών! | You're not allowed to interpret the will of the heads! |
Θα θέλαμε επίσης να εκφράσουμε την έκπληξη μας για το πως ερμηνεύετε τα πρότυπα ποιότητας αντίθετα προς τους όρους της σύμβασης. | We should also like to express our surprise that you are interpreting the quality standards contrary to the terms of the contract. |
Κάθε φορά που ερμηνεύετε ένα στοιχείο. | Each time you interpret a piece of data. |
"ανεξαρτήτως από το πώς τα ερμηνεύουν τα δικαστήρια", | "regardless of how they've been interpreted by the courts, |
'Ολοι ερμηνεύουν τους αγώνες ταχύτητας με τον τρόπο τους. | ROSSI: Everybody has his way to interpret racing. |
- Δηλαδή; Επαναλαμβάνουν τα λόγια άλλων, ερμηνεύουν τις ιδέες άλλων, και προσπαθούν να δείχνουν όπως κάποιοι άλλοι. | They speak someone else's words, interpret someone else's ideas, and try to look like someone else. |
- Σχόλια που ερμηνεύουν τη Βίβλο. | - Commentaries interpreting the Bible. |
Αν ερμήνευσα σωστά την απάντησή σας στο γράμμα μου δεν ενθουσιαστήκατε και πολύ από την προσφορά που σας έκανα. | Now, if I interpreted your answer to my letter correctly, you're not exactly leaping at this very attractive offer I've made you. |
Εγώ απλώς το ερμήνευσα γι' αυτόν, όμως... εξαιτίας αυτού, ανέλαβα ένα αξίωμα ώστε να μπορώ να σώσω αυτούς, που αλλιώς θα λιμοκτονούσαν, μαζί και την οικογένεια μας. | I merely interpreted it for him, but... But because of that, I rose to a position to be able to save those who would otherwise starve, including our family. |
Και ερμήνευσα αυτό το όνειρο σαν ένα σημάδι. | And I've interpreted this dream as a sign. |
Λοιπόν, ερμήνευσα το κείμενο. Ο Ραμπάλντι αναφέρεται στην κατάκτηση του εκφυλισμού. | Well, I interpreted the text, and Rambaldi refers to conquering tissue degeneration. |
Όμως τα ερμήνευσες ως κείμενα από τη Βίβλο, από το Κοράνιο... ως κείμενα θρησκειών ανά την υφήλιο. | But you interpreted them as text from the Bible, from the Koran... Scripture from religions around the world. |
Κι εσύ την ερμήνευσες ως μέθη. | You interpreted the honesty for drunkenness. |
Πώς ξέρουμε ότι ερμήνευσες σωστά το σημάδι το Θεού; | How do we know you have correctly interpreted God's sign? |
"Αυτά που κοιτάς είναι τα μάτια του νησιού, Τζον", αλλά αυτός το ερμήνευσε ότι έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το νησί. | And you're looking into it, john." But he interpreted it as having a special relationship With the island. |
Όπως ερμήνευσε ο Σεργκέγιεφ το καρδιογράφημα... φαίνεται πως στην καρδιά αυξήθηκε... ξαφνικά η ηλεκτρική δραστηριότητα. | And as Sergeyev interpreted this cardiogram... it seemed to him that the heart had experienced... a sudden flare-up of electrical activity. |
Δεν ξέρω πώς το ερμήνευσε. | I don't know how he interpreted the assignment. |
Ο Σιαπαρέλι ερμήνευσε αυτές τις γραμμές ως κάποιο είδος καναλιών, που δεν γνώριζε. | Schiaparelli interpreted these lines as channels of some sort, he didn't really know. |
Δεν ερμηνεύσαμε σωστά το μήνυμα της Γουέντι. | We misinterpreted Wendy's message. |
Θα ήθελα να σας συγχαρώ... και να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τον τρόπο με τον οποίο... ερμηνεύσατε την χορογραφία μου. | I'd like to congratulate you... and express my gratitude for the way in which... you interpreted my choreography. |
- Οι θεολόγοι ερμήνευσαν την ως τον κόσμο της πολιτικής, τη θάλασσα που λυσσομανάει συχνά με αναστάτωση και ξεσηκωμό. | - Theologians have interpreted the "eternal sea" as meaning the world of politics, the sea that constantly rages with turmoil and revolution. |
Έτσι ερμήνευσαν τη στάση της κατά τη διάρκεια της δίκης. | That's how they interpreted her demeanor during the trial. |
Επιστήμονες και ιθαγενείς ιχνηλάτες... ερμήνευσαν τα ίχνη ως ίχνη ανδρών, γυναικών και παιδιών... που βάδιζαν και έτρεχαν στις άκρες μιας αρχαίας λίμνης που υπήρχε κάποτε. | Scientists and Aboriginal trackers have interpreted the prints of men, women and children walking and running around the edges of what was once an ancient lake. |
Οι μορφωμένοι μας, ερμήνευσαν αυτή την προφητεία πως σημαίνει ότι θα γεννηθείς στο Μπρέννιντον. | Our scholars have interpreted this prophecy to mean that you would be born in Brennidon. |
Φυσικά τότε πίστευα ότι ερμήνευα ένα όνειρο. | Of course at the time l had believed that i was interpreting a dream. |
Με έξυπνο τρόπο, συνδέθηκε με το αγγλικό ροκ και με τον τρόπο που οι Άγγλοι ερμήνευαν τα μπλουζ. | Cleverly, he made the connection with the English rock and the way English people were interpreting blues. |
Προς την Εξοχότητά Σας, ερμηνεύστε το όπως επιθυμείτε. | To Your Excellency, I say interpret it as you wish. |
Τώρα, ερμηνεύστε ότι νιώθετε. | Now, interpret what you feel. |
- Μα ήταν τέλειο. Κοίτα, για εκατοντάδες χρόνια, είμαστε οργανοπαίκτες, θίο. ερμηνεύοντας μουσικά κομμάτια, εξελίσοντάς τα. | Look, for hundreds of years, we have been the players, Theo, interpreting the score, evolving it. |
Ίσως μπορούμε να μάθουμε κάτι για αυτά τα όντα ερμηνεύοντας τα όνειρά σου. | As you dream, we can observe the dream images. Perhaps we can learn about these creatures by interpreting your dreams. |
Ας βυθιστούμε, λοιπόν, μέσα της, ερμηνεύοντας ένα από τα ευκολότερα γεγονότα, στα 20 τελευταία χρόνια της Αμερικανικής ιστορίας. | So why don't we dive right in... by interpreting one of the easiest events... in the last twenty years of American history. |
Ξόδεψα την ζωή μου ερμηνεύοντας την Γραφή. Και λέω ότι όλα τα σημάδια της προφητείας είναι εδώ. | l've spent my life interpreting the Scrolls, and l say that all the signs of the prophecy are here. |