Όσο ο Ζυβ θα κρατείται, είναι καλύτερο για μένα να είμαι ελεύθερος και να εργάζομαι για λογαριασμό του, για να αποδοθεί δικαιοσύνη το ταχύτερο δυνατόν. Ιερώνυμος Φαντόρ | While Juve is at the Station, it is better that I am free to work on his behalf to see that justice is done as soon as possible. |
Θα αρχίσω αμέσως να εργάζομαι. | I'll begin at once to work out the counteractive. |
Και ότι εγώ εργάζομαι και έχουμε ένα μικρό σπίτι... | I go to work. We have a little home together. |
Διότι, Κα. Μάνλεϊ, ο άντρας μου δεν θέλει να εργάζομαι τα Σαββατοκύριακα. | Because, Mrs. Manleigh, my husband doesn't like me to work on weekends. |
Πρέπει να σταματήσεις να εργάζεσαι για τους διπλωμάτες και αντί αυτού, να δουλέψεις για μερικούς γέρους. | You should stop working for the diplomats, and work for a bunch of old men instead. |
Πού μένεις και πού εργάζεσαι; | Where do you live and where do you work? |
Θα προτιμούσα να μην εργάζεσαι. | I'd rather you don't work. |
Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω να εργάζεσαι ξανά. | So nice seeing you back at work again. |
Πώς μπορείς να κάθεσαι να εργάζεσαι για ανθρώπους σαν κι αυτούς; | How can you stand working for people like that? |
Αλλά μέχρι το κάνουμε, να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, έτσι; | But until we do, keep on working, will you? |
Σ' εμάς, εργαζόμαστε εδώ και 10 χρόνια γι αυτό. | Simple enough, but nobody ever thought of it. In my country, we've been working on it for 10 years. |
Σήμερα εργαζόμαστε μαζί... στο βάλτο. | Today we work together... in the swamp. |
Μόλις αφιχθήκαμε στο αεροδρόμιο του Le Bourget. και εργαζόμαστε για την προετοιμασία της υποδοχής... του διάσημου πιλότου Andre Jurieux που μόλις πέτυχε μια καταπληκτική επίδοση. | We're here at Le Bourget airfield, working our way through the crowd that's turned out to welcome the famous aviator André Jurieu, who has just performed a tremendous feat: |
Πρόκειται νά εργαζόμαστε ακόμα καί μισοπεθαμένοι. | I'm gonna work you half to death. |
Μπαίνουν στο εσωτερικό του εργαστηρίου, όπου μεταλλουργοί, μηχανικοί, ζυγιστές, ξυλουργοί, ταπετσιέρηδες και άλλοι, ... εργάζονται σκληρά, για την ολοκλήρωση του σκάφους. | We enter the interior of the workshop where smiths, mechanics, weighers, carpenters, upholsterers, et cetera are working hard at the completion of the machine. |
Αυτά τα καθάρματα εργάζονται και τη νύχτα. | Those bastards work nights too. |
Εγώ εργάζονται για σένα, ή εσύ εργάζεσαι για μένα; | Am I working for you, or you working for me? |
Ο Γκάμπι Ράιβερς και ο Τζο Χέρνγκερ... ξέρεις, τα αγόρια που εργάζονται σε μένα κάτω στο κουρείο μου... λοιπόν, ήρθαν να με δουν απόψε και ήθελαν να βγούμε στην παλιά πόλη. | Gabby Rives and Joe Herringer- you know, the boys that work for me down at my barbershop- well, they comes to me tonight and wants me to go over to old town. |
Προφανώς, το αφεντικό πήρε τον εξεταστή κυρία που εργάζονται για εμάς τώρα. | Apparently, the boss got that investigator lady working for us now. |
Καταλαβαίνω τώρα οτι τώρα θα εργαστώ στήν αγάπη Σαν μια τελευταια σταση | I realize now as of now I only will work to love like a last stand |
Κάποιος θα εργαστεί εκεί για μια μέρα, ως οδηγός. | One of us will work there as a driver for a day. |
Τότε, σε αυτήν την περίπτωση θα ενημερώσω την ομάδα σας σε ποιο είδος όπλων θα εργαστεί και σε ποια όχι | If that's the case, I'll brief your team on what kind of weapons will work and what won't. |
Εάν ένα ζευγάρι κοιμόταν σε ενα κρεβάτι τότε θα πρέπει να ζήσουν μαζί για πάντα αλλιώς η κατάρα της Yanzhi θα εργαστεί | If a couple has slept on that bed then they should live together forever otherwise the curse of Yanzhi will work |
Ναι, έτσι, εκτός αν μπορούμε να τραβήξουμε έναν εκπαιδευμένο επαγγελματία πυρκαγιάς ποιος θα εργαστεί δωρεάν δικαίωμα από τους γαιδάρους μας, όποιος είναι σχεδόν αδύνατος | Yeah, so, unless we can pull a trained fire professional who will work for free right out of our asses, which is practically impossible... |
To ΕΣΑΜ θα εργαστεί πάνω στη συντριβή κι εμείς στο φόνο. | NTSB will work their crash, and we'll work our murder. |
Αλλά σας διαβεβαιώ, ότι θα εργαστούμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. | But I assure you we will work as quickly as possible. |
Βγάλτε το βιβλίο σας των αγγλικών, θα εργαστούμε πάνω στην προφορά. | Take out your English book, we will work on pronunciation. |
Η ακτοφυλακή και ο στρατός θα εργαστούν προς εφαρμογή αυτού του σχεδίου. | The Coast Guard and the Army will work to implement this defense plan. |
Σωστα, όλοι αυτοι οι πρόσφυγες θα εργαστούν για ψίχουλα. | Right, all these refugees will work for crumbs. |
Ελπίζω ότι όλοι οι υπότροφοι του Σουνγκ Κιουν Κουαν... θα εργαστούν με την σκέψη της Πολιτικής Αρμονίας... στο Ιμπ Τσονγκ Τζε και στο Πρωτάθλημα Τζανγκτσιγκι. | I hope that all Sung Kyun Kwan scholars will work with political harmony mindset at the Ip Chung Jae and the Jangchigi Tournament. |
Ίσως αυτό που να χρειάζεται, είναι ηθικοί άνθρωποι στην κυβέρνηση οι οποίοι θα εργαστούν για την ευημερία όλων μας. | Maybe what are needed are ethical people in government who will work toward everyone's well-being. |
Ο Serge Ahmed, ο οποίος είναι τώρα στο Μπορντό, στη Γαλλία, δημοσίευσε μια πραγματικά άψογη μελέτη όπου ουσιαστικά έδειξε ότι οι αρουραίοι θα εργαστούν σκληρότερα για τη ζάχαρη από ό, τι για την κοκαΐνη. | Serge Ahmed, who's now in Bordeaux, in France, published a really cool study where he basically showed that rats will work harder for sugar than they will for cocaine. |
Εν τω μεταξύ, εργάστηκα. | Meanwhile, I worked. |
Λοιπόν, εργάστηκα μέχρι περίπου τις 3:30 ή ίσως τέσσερις παρά τέταρτο όταν ήρθε ο Τσάρλι Κόριγκαν και είπε ότι ο αδερφός του ο Ντέιβ μόλις βγήκε απ'τη φυλακή, όπου έκανε απεργία πείνας για 18 ημέρες. | Well, I worked on till about half past three or maybe a quarter to four, when Charlie Corrigan came in and said his brother Dave was just out of prison. |
Μα εργάστηκα στο τμήμα συσκευασίας σας τρία χρόνια, Κε. Χόλλινγκσγουεϊ. | But I worked in your shipping room three years, Mr. Hollingsway. |
Μου άρεσε που εργάστηκα για σένα. | I enjoyed working for you. |
Μπορώ να σκηνοθετήσω καλλίτερα από τους περισ- σότερους σκιτζήδες για τους οποίους εργάστηκα. | I can direct better than most of the hacks I work for. |
-Ω, πρόσεξα ότι εργάστηκες στο τελευταίο. | - Oh, I noticed you worked on the last one. |
Ελπίζω να μην εργάστηκες πολύ σκληρά. | I hope you didn't work too hard. All finished. |
Να, εργάστηκες σε νοσοκομείο στην Ρώμη, όχι; | Well, you worked in a hospital in Rome, no? |
-...δεν εργάστηκες πέρυσι. | -...youdidn'tworkenoughlastyear. |
Νόμιζα ότι εργάστηκες για τον αδελφό μου. | I thought you worked for my brother. |
Με πρόσεχε και εργάστηκε για μένα και αγωνίστηκε για μένα, με προστάτεψε. | She's looked after me and worked for me, and fought for me, protected me. |
Στο σύντομο διάστημα που εργάστηκε σε μας, την έκρινα αξιόπιστη. | For in the short time that Emily worked for us, I found her most dependable. |
Ο Ogata, εργάστηκε! | Ogata, it worked! |
Ο Λάιλ Έντικοτ εργάστηκε εδώ στο Μουσείο Τέχνης του Μανχάταν... ως βοηθός μου μέχρι τις 12 Μαΐου. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου απεδείχθη ικανός και αξιόπιστος εργαζόμενος. | Lyle Endicott worked here at the Manhattan Museum of Art... as my assistant until May 12... during which time, he turned out to be a very dependable worker. |
Μετά πήγαμε στη Καλιφόρνια. Η μητέρα που εργάστηκε στα εργοστάσια αεροπλάνων. | And then we moved to California, where Mother could get work in the airplane factories. |
Και αυτή είναι η περιοχή που εργαστήκαμε εδώ ακριβώς--Ο μικρός εφημεριδοπώλης. | And this is the area we're working on right here-- the newsboy. |
Αν φεύγαμε τώρα, όλα αυτά για τα οποία εργαστήκαμε, θα χάνονταν. | If we were to run now, all we've worked for would be lost. |
- Μα κύριε, εργαστήκαμε πολύ στενά με αυτούς τους διαφημιστές. | But, sir, we've worked so closely with Spot Checker. |
Μπορούμε να σώσουμε όλα γιά τα οποία εργαστήκαμε και μπορούμε να της δείξουμε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πλάσμα στο σπίτι μας. | We can save everything we've worked for and we can show her there is no creature in our house. |
Κατόπιν εργαστήκαμε στην κάτω γνάθο για να τακτοποιήσουμε το επάνω κόκαλο. | Then we worked on the mandible to square up the bone. |
Όχι Μείνε εδώ και εργάσου. | No. Stay here and work. |
Σύνελθε και εργάσου σκληρά. | Pull yourself together and work hard. |
Κάτσε εδω, εργάσου σκληρά και θα ανήκεις στην οικογένεια. | Do well here, work hard and you'll be one of the family. |