- Όχι, δεν σε απειλώ. | No, I'm not trying to threaten you. |
Έκανα ότι μπορούσα για να πείσω την Έλσι να φύγει, ...τότε έχασα την ψυχραιμία μου, ...τον αυτοέλεγχό μου και άρχισα να την απειλώ. | I did everything I could to coax Elsie away, then my temper got the better of me and I began to threaten her. |
Δε μ' αρέσει να σ' απειλώ. | Susan, look, I don't want to threaten you. |
Δε σε απειλώ... | I'm not trying to threaten you. |
Δεν μ'αρέσει να τον απειλώ. | I don't like to threaten Herbie. |
"Είναι ομοσπονδιακό αδίκημα να απειλείς το αεροσκάφος". | "It's a federal offense to threaten an aircraft." |
'κουσα κι εσένα να τον απειλείς. | I heard you threaten him too. |
(Γέλια) Με απειλείς; | (chuckles) You threatening me? |
- Mε απειλείς; - ΄Oχι. | - Are you threatening me? |
- Mη με απειλείς! | - Don't you threaten me! |
"Η ορμόνη απειλεί την υγεία μας" | "The hormone threatens our health"... |
"Οτιδήποτε απειλεί τη σταθερότητα, τιμωρείται..." | Anything is punished that threatens the stability...' |
"μας απειλεί κάθε στιγμή, | "threatens us at every moment, |
'Ενας μεγάλος κίνδυνος απειλεί το χωριό! | A great danger threatens the village! |
'Η θα κάνουμε αυτό που λέει ή θα συνεχίσει να απειλεί ότι θα καταστρέψει την ζωή σου. | You either do what he says, or he threatens to ruin your life. |
- Εμείς απειλούμε με άμεσο τρόπο. | If we were threatening him, he'd know it. |
- απειλούμε η μια την άλλη. | - threaten each other. |
Canaveri, δεν γίνεται να απειλούμε έτσι τον κόσμο! | You can't threaten people like that, Canaveri! |
΄Ένα μικρό απόσπασμα σημαίνει ότι δεν απειλούμε τον εχθρό. | A small detachment means we're not threatening the hostiles. |
Ένιωθα, να απειλούμε και μπερδεμένη, μάλλον. | Freaked out on you. I was feeling um. A bit threatened and confused. |
- Όχι, με απειλείτε! | You're threatening me. |
- Δεν θέλετε να δημοσιευθεί ένα άρθρο που σας περιγράφει σαν εξοστρακισμένο και ασταθή... - ...οπότε απειλείτε εμένα. | You don't want a story published that paints you as an ostracized and unstable figure, so instead, you threaten me. |
- Με απειλείτε; - Όχι εγώ. | - Are you trying to threaten me? |
- Με απειλείτε; - Όχι, κύριε. | Are you threatening me? |
- Με απειλείτε; | - Are you threatening me? |
"Όπως τα αρπακτικά πουλιά, που αιωρούνται πάνω μας... σαν να μας απειλούν ". | Like birds of prey, it hovers over us... as if to threaten us. |
"Οι γάμοι ομοφυλόφιλων απειλούν το γάμο μου. | Senator Santorum said, "Gay marriage threatens my marriage. |
"Παράδοξα συμβάντα απειλούν την λειτουργία του ξενοδοχείου" | "Grotesque incidents threaten hotel operations" |
'νθρωποι έρχονται στο σπίτι μου. 'νθρωποι απειλούν, ρωτάνε... ή να παρενοχλούν φίλους και οικογένεια. | People coming to my house, people threatening, or questioning or following my friends and family. |
'ρα, είτε μπορώ να συνεχίσω να ασχο- λούμαι με τα απόκρυφα των ανθρώπων, ή μπορώ να βρω αν το ντελίριο, ο πόνος, και οι παράλογα υψηλοί καρδιακοί παλμοί του, απειλούν την ζωή του ή είναι απλά ιδιοτροπία της προσωπικότητάς του. | So either I can continueto swab people's privates or I can figure outif this guy's delirium,pain, and insanely high heart rate are life-threatening or just a personality quirk. |
"Οπότε του έσπασα ένα δύο δάχτυλα με το σφυρί," τη γυναίκα απείλησα να του σφάξω μαζί και το παιδί" | So I cut off a finger or two with a knife, and threatened to slaughter his child and his wife. |
'λλαξα την Καρολάιν με το αίμα μου... έκανα βρικόλακα την αδερφή τού Ματ... και απείλησα κάνα δυο φορές να σκοτώσω την Μπόνι. | I turned Matt's sister into a vampire and threatened to kill Bon-Bon a couple times. More than a couple. |
- Και απείλησα τα κέρδη του σταθμού. | And I threatened the station's profits |
- Κρις εκτός και αν έχω κάνει κάποιο έγκλημα, ή αν απείλησα κάποιον δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ. | Chris, unless I've committed a crime or I've threatened somebody, you can't keep me here. |
- Την Αντέλ απείλησα. | - I believe I threatened Adele. |
'ρα παραδέχεσαι ότι επιχείρησες να εκφοβί- σεις τον Πωλ Σπέκτορ, τον απείλησες με βία. | - So by your own admission, you attempted to intimidate Paul Spector, threatened him with violence. |
- Είπε επίσης πως την απείλησες. | She also said you threatened her. |
- Εσύ με απείλησες πρώτα. | -You have threatened me. |
- Και τον απείλησες; | - So you threatened to kill him. |
- Μα την απείλησες με θάνατο, δις. | (Russell) but you threatened to kill her twice. |
" Έχει εισέβαλαν με θυμό και με απείλησε". | "She stormed with anger and threatened me." |
". Καθώς έφευγαν από το στούντιο, tina απείλησε chris" | "as they left the studio, tina threatened chris." |
"Έχει αναφερθεί πως η Αλίσια Φλόρικ, απείλησε έναν καθηγητή της κόρης της," | It's reported that Alicia Florrick threatened a teacher at her daughter's |
"Ενώ έφευγε από το εστιατόριο, ο Μπρεστ απείλησε μια γυναίκα και της πήρε το αμάξι." | "When leaving the diner, Brest threatened a woman and took her car." |
"Η νοσοκόμα Χόλογουεϊ απείλησε με μήνυση... "όταν μίλησα περί εγκληματικής αμέλειας." | Nurse Holloway threatened me with legal action... when I used the words 'criminal negligence." |
Ήταν που απειλήσαμε εκείνη. | It was when I threatened her. |
Δεν βόλευε εμένα και τον Joe, οπότε απειλήσαμε να του καταστρέψουμε την οικογένεια. | He was slightly inconveniencing me and Joe, so we threatened to destroy his family. |
Κύριε Φούλερ όπως μας προτείνατε, απειλήσαμε πως θα δώσουμε αλλού τα λεφτά. | Wait a minute. Mr. Fuller, at your suggestion... we threatened to give their money to someone else. |
Ποτέ δεν τους απειλήσαμε. | We've never threatened them. |
Σας απειλήσαμε. | You were threatened. |
- Αφού τον απειλήσατε. | After you threatened him. |
- Είπε ότι την απειλήσατε. | She said you threatened her. |
- Επειδή απειλήσατε ότι θα τον σκοτώσετε. | Because you threatened whith the curtains. |
- Τον απειλήσατε με όπλο. | That was all. You threatened him with a weapon. |
- Τον απειλήσατε. | You threatened him. No! |
"Με απείλησαν ότι θα με κάψουν" | "They threatened to kill me, to set me on fire" |
'κουσα ότι την απείλησαν. | I heard she'd been threatened. |
'κουσε με. Αυτοί οι τύποι απείλησαν τον Τομ, την Μαίρη, και τη γυναίκα μου. | Listen to me.These guys threatened tom,mary,and my wife. |
- Όχι, απείλησαν το υπόλοιπο της διαταγής μου. | - No, they threatened the rest of my order. |
- Επιτέθηκαν στο σκάφος, μας απείλησαν. | They attacked the ship, they threatened us. |
Για να είμαστε δίκαιοι, την πρώτη φορά απειλούσα εσένα. | To be fair, the first time, I was threatening you. |
Στην πραγματικότητα, απειλούσα τον πατέρα σου. | In fact, I was threatening your father. |
- Ναι, δεν είχα αυτή την εντύπωση όταν απειλούσες πως θα με σκοτώσεις. | - Yes, I didn't get that impression when you were threatening to kill me. |
- Τον απειλούσες για να μου μιλήσει; | You were threatening him so he'd talk to me? |
Πριν από λίγο καιρό μας απειλούσες. | It wasn't very long ago you were threatening us. |
Σε κάλεσα επειδή ήθελα να καταλάβεις ποιον απειλούσες νωρίτερα. | I summoned you because I wanted you to understand who you were threatening earlier. |
Τι έχεις να πεις για τους χωρικούς που απειλούσες; | What about the villagers you were threatening ? |
"Ήθελε πέντε χιλιάρικα να ξεπληρώσει έναν τοκογλύφο που τον απειλούσε. " | Um, "Said he needed five grand to pay off some loan shark who was threatening to break his neck." |
'κουσε με! Με απειλούσε! | He was threatening me! |
- Ένας μπάτσος απειλούσε την αδερφή μου. | A cop was threatening my sister. |
- Και ένας τύπος με αραιά μαλλιά και μια ουλή πάνω από το μάτι του τον απειλούσε να τον σκοτώσει. | And a guy with a flat-top and a scar over his right eye was threatening to kill him all afternoon. |
- Νόμιζε ότι σε απειλούσε. | She thought he was threatening you. |
Ναι, κ. Πέμπερτον, επειδή απειλούσατε αυτόν τον άχρηστο και τώρα είναι νεκρός. | Yeah, Mr. Pemberton, because you were threatening that lowlife and now he's dead. |
Νόμιζα ότι εσείς με απειλούσατε επειδή αποφασίσατε να υπογράψετε την εκταφή. | I thought you were threatening me because you decided to sign the exhumation order. |
Ομολόγησε για να προστατεύσει τους συμμαθητές της, γιατί απειλούσατε να μηδενίσετε τους πάντες! | - she confessed to protect her classmates, Because you were threatening to flunk everyone! |
'Εμεινα στο πλευρό σου όταν οι άντρες του Πρίγκιπα Ιωάννη απειλούσαν το Νότιγχαμ. | I stayed at your side when Prince John's men were threatening Nottingham. |
- Σε απειλούσαν, σου επιτίθονταν; | They were threatening you, attacking you? Not all of them. |
Ίσως κάποιοι να σε απειλούσαν. | Maybe people were threatening you. |
Όταν ήμουν στον αεροφράκτη κι απειλούσαν να με πετάξουν εσύ ήσουν που έδωσες τον κωδικό. | When I was in that airlock and they were threatening to space me, you were the one who gave up the code. |
Αλλά οι πράξεις του σε απειλούσαν. | But his actions were threatening. |
- Αισθάνεστε να απειλήστε; | Are you feeling threatened? |
Αισθανθήκατε να απειλήστε από τον αν. διευθυντή Κίρμπι, κ. Μπρέναν; - Ένας εκπαιδευμένος ελεύθερος σκοπευτής διεφθαρμένος πράκτορας του F.B.I. να σας κυνηγάει και δε φοβηθήκατε; | - Did you feel threatened by deputy director kirby,mr. Brennan? |
Αν πει πως δεν σας βλέπει αρκετά, απειλήστε την πως θα σας βλέπει λιγότερο. | If she says she doesn't see you enough threaten to see her even less. |
Δεν σας φαίνεται πως πλέον είναι λίγο αργά για να μας απειλήστε; | Isn't it a little late to threaten us? |
Ελάτε να κάνετε πρώτα βόλτα, λοιπόν, στο Γουάιτχολ, και μετά απειλήστε μας. | So don't threaten or dictate to us... until you're marching up Whitehall! |
- Είχε απειλήσει ο Μάικλ τη Μπρίτζετ; | Did Carla know if Michael ever threatened her sister? |
- Σε έχει απειλήσει; | Has he threatened you? No. |
- Την έχει απειλήσει κανείς; | Has anyone threatened ingrid ? |
Joan απειλήσει να μηνύσει , έτσι Ruth της έτρεξε πάνω από ένα αυτοκίνητο . | Joan threatened to sue, so Ruth ran her over with a car. |
Έχει απειλήσει να καταστρέψει ΤΟΝ Ναό μας. | He has threatened to destroy the temple of our Lord |
'ρα ο Ντάντον προσπάθησε να τρομάξει τον Μπάκλεϊ, απειλώντας τον κουνιάδο του. Κι όταν αυτό δεν πέτυχε, Ο Ντάντον σκότωσε τον Μπάκλεϊ. | So then Danton tried to scare Buckley by threatening his brother-in-law. |
- ...απειλώντας την γυναίκα σου; | To conduct these experiments by threatening to harm your wife. |
- ...απειλώντας ότι θα με σκοτώσει. | - threatening to kill me. |
- Παραιτούμαι από έφεδρος. Έτσι δεν θα μπορείς πλέον να εκβιάζεις τη συνεργασία μου... απειλώντας να μου πάρεις το σήμα. | So now you no longer can compel my cooperation by threatening to take my badge. |
-Η αναίδειά σου στην εξουσία μας, απειλώντας να φέρεις στρατό για πόλεμο. | - Your presuming on our authority... threatening to bring the militia here to make war on the Indians. |