Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Απασβεστώνω (decalcify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
απασβεστώνω
απασβεστώνεις
απασβεστώνει
απασβεστώνουμε
απασβεστώνετε
απασβεστώνουν
Future tense
θα απασβεστώσω
θα απασβεστώσεις
θα απασβεστώσει
θα απασβεστώσουμε
θα απασβεστώσετε
θα απασβεστώσουν
Aorist past tense
απασβέστωσα
απασβέστωσες
απασβέστωσε
απασβεστώσαμε
απασβεστώσατε
απασβέστωσαν
Past cont. tense
απασβέστωνα
απασβέστωνες
απασβέστωνε
απασβεστώναμε
απασβεστώνατε
απασβέστωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
απασβέστωνε
απασβεστώνετε
Perfective imperative mood
απασβέστωσε
απασβεστώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'decalcify':

None found.