Αλλά ακόμη θα είναι δικό της, ξέρεις! | But still, it'll be hers, you know? |
Μετά σε έφερε εδώ, και ξέρεις γιατί το έκανε αυτό; | Then he brought you here, and do you know why he did that? |
Υπάρχουν κάποια πράγματα στη ζωή που απλά... είναι καλύτερα να μην ξέρεις. | There are certain things in life you just- - You're better off not knowing. |
Θα σε σκοτώσει ξέρεις. | He's going to kill you, you know. |
Δες το. Είναι πολύ ωραίο, ξέρεις. | Look at this, this is pretty, pretty nice, you know. |
Αν σε προσέξει, τότε θα ξέρουμε πως ενδιαφέρεται. | Why not? And if she notices you, then we know she's interested. |
Πως ξέρουμε ότι είναι ο Φίνλι και όχι οι απαγωγείς; | How do we know that's Finley and not the kidnapper? |
- Δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκουν. | -We don't know who it belongs to. |
Ίσως το να ξέρουμε ότι θα μπορούσαμε, είναι αρκετό. | Maybe just knowing we could is enough. |
Δεν ξέρουμε αυτόν τον Χερτ. | We don't even know this T om Riddle. |
Χωρίς να το ξέρουν ούτε τα ποντίκια ούτε τα πουλιά. | Without even rats or birds knowing. |
Στη συνέχεια, δεν θα θέλουν να ξέρουν πόσο θα αλλάξει ένα χρόνο από τώρα; | Then, won't they want to know how much you'll change a year from now? |
Και πότε νομίζεις ότι θα ξέρουν; | And when do you think they'll know? Oh, Bill, Bill, Bill. |
Μόνο οι αδελφοί που έκαναν την τελετή ξέρουν τι συμβαίνει. | only the brothers who've gone through the ritual know what happens there, and they're sworn to secrecy. |
Δεν ξέρουν τη δουλειά τους. | They don't know their business. |
Ο αντίπαλός σου θα ξέρει αμέσως ότι θα πρέπει να μετακινηθείς δεξιά για να περάσεις. | Your opponent will know at once you have to move right to cross. |
Ο Ροζέρ θα ξέρει που είναι. | Roger will know where he is. |
Αυτή θα ξέρει τι να κάνει. | She will know what to do. |
# Γιατί κανείς δεν θα ξέρει ότι υπάρχεις # | # Or nobody will know you're there # |
Ο θείος Πέι θα ξέρει τί να κάνει. | Uncle Pei will know what to do. |
- Περιμένουμε να υποχωρήσει η μόλυνση, και μετά θα ξέρουμε τι επιλογές έχουμε. | We are waiting for the infection to improve, and then we will know what options we have. |
Σε λίγα λεπτά, θα ξέρουμε. | In a few moments, we will know. |
Όλοι θα ξέρουν ότι φοβάσαι μη σε νικήσω. | All will know that you have fear of losing me. |
Αλλά θα ξέρουν ποιοι ήμασταν και τι κάναμε. | But they will know who we are and what we did! |
Αν το αφήσω λευκό, όλοι θα ξέρουν ότι είναι το παλιό φόρεμα της αποφοίτησής μου. | If I leave it white, everybody will know it's my old graduation dress. |
Μια μέρα, όταν θα είσαι διάσημος συγγραφέας όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ξέρουν το όνομά σου. | One day when you're a famous writer all these people will know your name. |
Δεν θα ξέρουν τι να πιστέψουν πλέον. | Who will know what to believe? |
Πρέπει να ήξερα ότι πήγαινα στο νοσοκομείο. Πρέπει να ήξερα τι θα έλεγα, δε θυμάμαι όμως να ξέρω την ιστορία, το ψέμα, προτού το ξεστομίσω. | I guess I knew I was going to the hospital and I guess I knew what I was gonna say, but I don't remember knowing the story, you know, the lie, before it came out of my mouth. |
Δεν ήξερα ότι το κάνουν ακόμα. | I didn't even know they did that still. |
Ξέρεις, πριν λίγες εβδομάδες, ήξερα ακριβώς πως θα πάνε τα επόμενα 10 χρόνια. | You know, a few weeks ago. I knew exactly how the next ten years would play out... |
Δεν το ήξερα. 'κουσα μια φωνή | I didn't know. I heard a voice... |
Δεν ήξερα πως ζωγραφίζεις. | - I didn't know you could draw. |
Δεν το ήξερες όταν τους άφησες να κάτσουν. | You didn't know that when you let people sit on it. |
Δεν τον ήξερες Φιν. | You didn't know him, Finn. |
Λοιπόν, ήξερες ότι ο Άλεξ και η Άντζελα είχαν καταπιστεύματα επίσης; | well, did you know that Alex and Angela both have trusts too? |
Ξέρω ότι είμαι ήσυχος κι ότι θα'πρεπε να μιλάω πιο πολύ. Αν ήξερες όμως αυτά που είχα στο μυαλό μου τις πιο πολλές φορές θα καταλάβαινες τι συμβαίνει. | I know I'm quiet and I know I should speak more but if you knew the things that that were in my head most of the time, you'd know what it really meant. |
Το οποίο μου θυμίζει. Το ήξερες ότι και οι άντρες μπορούν να επωφεληθούν γυμνάζοντας τους μύες της λεκάνης; | Which reminds me: did you know that men can also benefit from doing Kegel exercises? |
Η ίδια εισαγγελέας που είπε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο Σμίτι; | Same DA who said she didn't know who Smitty was? |
Δεν ήξερε ότι η Κρίστεν μπήκε στο Στάνφορντ ή ότι ο Στήβεν ήταν γκέι. | She'll never know that Kristen got into Stanford or that Steven was gay. |
Δεν το ήξερε ότι θα σ' ερωτευόμουν με την πρώτη ματιά. | She didn't know that I would take one look at you and fall in love... |
Αν ο Ζεντ ήταν εδώ, θα ήξερε πως να τη χρησιμοποιήσει. | If Zedd were here, he'd know how to use it. |
Ο τελευταίος σκελετός είναι πολύ καμένος για ταυτοποίηση, αλλά ο δολοφόνος δεν ήξερε ότι το θύμα είχε μετρητή βημάτων πάνω του. | The latest skeleton is still too burned to get an ID, but our killer didn't know that our victim had ICD in his body. |
Δεν ξέραμε τι θα θέλατε, έτσι κάναμε μακαρόνια με τυρί και... κοτόπουλο με κάρυ και λαζάνια και σούπα με ουρά βοδιού. | We didn't know what you'd like, so we made you macaroni and cheese, and... curry chicken and lasagna and ox-tail soup. |
Ακόμα κι αν δεν ξέραμε τ' όνομά σας, θα το μαντεύαμε. | Even if we didn't know your name, we could have guessed it. - Oh? |
Επειδή δεν ξέραμε πως θα κάνουμε αυτό. | Well, because we didn't know that this was happening. |
Πώς να ξέραμε ότι ο πόλεμος δεν συναλλάσσεται με τέτοιες βεβαιότητες; | How could we have known that war never trades in such certainties? |
Κι ενώ την ξέρουμε μόνο λίγους μήνες η Έμιλι μοιάζει σαν το κομμάτι της οικογένειας, που δεν ξέραμε πως έλειπε. | And though we've only known her for a few short months, Emily already feels like the piece of the family puzzle we never even knew was missing. |