- Ναι, κάποτε. Αλλά χρειαζόμουν ένα μέρος για να ράβω τα κουστούμια σας. | At one time, yes, but I needed a place to sew your suits, you see, so... |
- Ξέρω να ράβω. | I know how to sew. |
Έμαθα να ράβω στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οπότε ας το κάνουμε. | Well, I learned to sew in 'Nam during the war, so let's get to it. |
Έμαθα να ράβω, για να φορούσα ένα καινούριο φόρεμα όταν ερχόσουν με άδεια. | I learned to sew, so I could wear a new dress when you came on leave. |
Όχι. Θυμάμαι πολύ καλά που το φόραγα όταν άρχισα να ράβω τον τύπο... | I distinctly remember having it on when I started to sew that fellow... |
'Επρεπε να ξέρεις να ράβεις αντί να μιλάς. | You should learn to sew instead of talk. |
- Θυμάμαι τότε που είχα ζητήσει να μου φτιάξεις μια στολή ΕΤ και είπες ότι δεν ήξερες να ράβεις. | - So... what do you think? - I seem to remember asking you to make me an ET Halloween costume and you told me you didn't know how to sew. |
- Κέλι, ξέρεις να ράβεις; | - Kel, do you know how to sew? |
- Λοιπόν, ξέρεις να ράβεις; | - Well, can you sew? |
- Μόνος σου ράβεις; | - You do your own sewing? |
- Αλλά ράβει πολύ γρήγορα, σωστά; | But she sews really fast,don't ya? |
Έχω κάνει νέους φίλους στη Λέσχη και ανταγωνιζόμαστε για να δούμε ποιος ράβει καλύτερα. | I've made new friends in the Club and we compete to see who sews the best. |
Όσο ο Τζέικομπ ράβει τα χείλια σου. | While Jessop sews your lips shut. |
Αντί να αποκαλύψει πως νιώθει, προτιμά να ράβει σιωπηλά. | Instead of sayin9 what she feels, she just quietly sews. |
Αυτή ράβει. | She sews. |
- Κόβουμε ένα τμήμα από το πάνω χείλος, και το ράβουμε στο ελαττωματικό κάτω χείλος. | - We cut a flap from your upper lip and sew it onto your lower lip defect. |
Ακριβώς πάνω από την πληγή και το ράβουμε εκεί. | Right above the wound and sew it there. |
Γιατί ράβουμε πάλι; | MISS CHARMING: Why are we sewing again? |
Δεν με νοιάζει αν πρέπει να ράβουμε ολη νύχτα. | I don't care if we have to sew all night. |
Δενε ράβουμε μεσοφόρια! | We're not sewing petticoats! |
-Άκουσα ότι ράβετε. | - I heard you do sewing. |
-Το ράβετε αυτό; | -Are you sewing this? |
Όλοι, ράβετε. | Everybody, sew. |
Αλλά μόλις δείξαμε ότι μπορείτε να οδηγήσετε ενώ ράβετε, ή μέσα σ' έναν υπνόσακο, οπότε σίγουρα μπορείτε να οδηγήσετε ενώ τρώτε ένα μήλο ή... | But we've just shown that you can drive while sewing or in a sleeping bag, so you can certainly drive while eating an apple or... |
Για την επόμενη βδομάδα θα μάθετε πως να μαγειρεύετε, να ράβετε, να καθαρίζετε και να κάνετε πράγματα που είναι δαντελωτά και χαριτωμένα! | For the next week, you will be learning how to bake, sew, clean, and make things that are lacey and pretty! |
-Αυτοί δεν ξέρουν να ράβουν. | - They can't sew, so. |
[Meyer] Μερικοί άνθρωποι ζωγραφίζουν, μερικοί άνθρωποι ράβουν, μερικοί άνθρωποι ακούνε μουσική. | [Meyer] Some people paint, some people sew, some people listen to music. |
Έχουμε μια ομάδα γυναικών που ράβουν και φτιάχνουν αυτά τα στρώματα. Θα μπορούσαμε να τα πουλάμε. | We have a group of women who sew and can make these mats we could even sell them |
Αίματα παντού, πετάγονται διάφορα, σκίζουν και ράβουν. | Blood everywhere, things are shooting in and out, people are screaming, stuff's getting torn apart - and sewn back together. |
Αλλά βλέπεις μόνο πολυέλαιους.. ..όχι τα χέρια μου που ράβουν μέρα νύχτα. | But you can only see chandeliers not my hands that sew night and day. |
-Τα έραψα στο κασκόλ μου. | - I sewed them in my scarf. - Good. |
...και μετά έραψα κύμματα κατά μήκος. | ...and then sewed ruffles across the grain. |
Tώρα που είμαι δάσκαλος, έραψα μπαλώματα στους αγκώνες. | - Now that I'm a teacher, I've sewed patches on my elbows. |
Έτσι λέει το "Α", που προσωπικά έραψα στη στολή μου. | So says the "C" I personally sewed onto my jersey. |
Ήρθα, έραψα, κατέκτησα." | I came, I sewed, I conquered." |
- Το έραψες; | - You sewed it on? |
Ύστερα είχες κάποια προβλήματα με το πριόνι και έτσι τελείωσες το κόψιμο με ένα χειροκίνητο, έραψες τον Φρανκ Χέρτζμπεργκ, καθάρισες και έφυγες. | Then you had some problems with the saw so you finished the cut with a hand saw, sewed up Frank Hertzberg, cleaned up and got out. |
Απλώς έραψες ό,τι έσκισε ο καταστροφέας, σε Φράνκεν-στυλ. | You just sewed up what the shredder ripped apart, Franken-style. |
Οι ρόμπες μου έραψες τις ρόμπες μου στο στήθος μου. | My robes... you sewed my robes to my chest! |
Το έραψες πάνω μου. | You sewed this to me! |
'ρα ο Τζόσεφ του έραψε το στόμα για να μην μιλήσει. | So Joseph sewed up his mouth to keep him quiet. |
- 'ρα αυτός που δολοφόνησε τον Γκρέι και τον έραψε στον τοίχο του σκότωσε και τη Μπέβερλι. 'λλαξε τα νεφρά τους. | So, whoever killed James Gray and sewed him into his mural also murdered Beverly. Swapped out their kidneys. |
- Ο Άλεξ με έραψε. | - Alex sewed me up. |
Tης το έραψε. | He sewed it back on. |
Tο έραψε πάλι στη θέση του. | He sewed it right back on. |
Όταν πέθανε, όλοι ράψαμε από ένα φόρεμα για εκείνη με ένα νήμα χωρίς κόμπο | When she died, we all sewed a dress for her with a thread without a knot |
Εμείς ράψαμε τα ονόματα. | We sewed the names on ourselves. |
Εντάξει, όμως, του το ράψαμε. | It was OK, though, we sewed it back on. |
Σε ράψαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. | We sewed you up the best we could. |
Σταθεροποιήθηκε, οι εξετάσεις αίματος καλές, ράψαμε την πληγή, είναι μια χαρά. | Her vitals her stable, her bloodwork's normal, we sewed up her head lac... She's obviously fine. |
Έφυγε και στο καθαρι- στήριο το έραψαν λάθος. | It fell off. And the dry cleaner sewed it on wrong. |
Όλα μπήκαν στη θέση τους ξανά, και τον έραψαν, και την επόμενη μέρα, ήταν καλά όπως πριν. | Everything was put back in again, he was sewed up, and the next day, he was as good as new. |
Γέμισαν την κοιλιά με πέτρες και μετά την έραψαν με σύρμα. | They filled his stomach with stones, then sewed it up with wire. |
Δε πρέπει να'βγαλες αυτά τα ρούχα απ'όαν στα έραψαν. | You haven't had those buckskins off since they sewed 'em on you. |
Δεκαπέντε γυναίκες την έραψαν. | Fifteen maidens sewed this. |
Όταν έραβα τον Μπραντς έλεγε ασυναρτησίες... ότι γευόταν χρώματα. | When I was sewing Branch up, he was rambling, saying he could taste colors. |
Εκεί που έραβα, μπαίνει μέσα ο 'μλετ | As I was sewing in my chamber, Lord Hamlet came... |
Καθόμουν στο δωμάτιό μου και έραβα... και ξαφνικά ο 'μλετ... με τις κάλτσες του πεσμένες... και άσπρος σαν το πουκάμισό του από τη χλωμάδα... σαν να είχε μόλις βγει από την κόλαση... για να εξιστορήσει φρικτές ιστορίες... παρουσιάζεται μπροστά μου. | As I was sewing in my closet, Lord Hamlet, with his doublet all unlaced, pale as his shirt... and with a look... so piteous in purport... as if he had been loosed out of hell to speak of horrors, he comes before me. |
Εννοώ, έραβε τσάντες στη φοιτητική εστία όταν την ανακάλυψα. | I mean, she was sewing bags out of her dorm room when I found her. |
- Απλά ράψε. | - Just sew it up. |
Απλά ράψε. | Just sew. |
Δεν είμαι καλός στο κόψε-ράψε. | I-I-I'm not good with snipping and sewing. |
Και τώρα ράψε το. | - Yeah. And sew it up. |
Την επόμενη φορα ράψε τον εαυτό σου μαζί... και μετά θα είσαι σίγουρος αν κάποιος το πειράζει. | Well, next time, sew yourself up in it and then you'll be sure to know if somebody meddles with it. |
Για να φτιάξετε καπέλο, ράψτε το από μέσα... | Then, for a hatband, sew it into the inside... |
Μπορείτε σας παρακαλώ να πάψετε... και να μου ράψτε το χέρι ρομπότ; | Can you please shut up and sew on my robot hand? |
Ξηλώστε την πλάτη του, βγάλτε το αφρολέξ, βάλτε με μέσα και ράψτε το. | Just rip off the back, take out the stuffing, put me inside and sew it up. |
Πάρτε τον και κρεμάστε τον σε ένα δέντρο και μετά, ράψτε το πτώμα μέσα σε τομάρι γουρουνιού. | Take him and hang him to a tree, and then sew the dead body in the skin of a pig. |
Παιδιά, αν δε σας αρέσουν, ράψτε τες μόνοι σας! | Guys, if you don't like them, you can sew them yourselves! |
- Ήμουν όλο το βράδυ στο χειρουργείο ράβοντας το έντερο ενός κρεμάμενου χειριστή ανεμόπτερου. | -I was in the O.R. All night sewing a hang glider's intestines back together. |
- Πάντα κουρασμένη, πάντα ράβοντας. | - Always tired, always sewing. |
Έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο ρούχο ράβοντας ζώνες μέσα σε καπέλα. | He got a Job working at the Triangle Shirtwaist factory sewing bands inside hats. |
Ήμουν ξύπνιος όλη νύχτα ράβοντας αυτό το κοστούμι! | Hey, I was up all night sewing this costume! |
Η γιαγιά μου λάτρευε την όπερα. Μας ζούσε ράβοντας. | My grandmother loved opera..., she supported us by sewing. |
Αν δεν είχε ράψει το στόμα του φρουρού δεν θα καταλαβαίναμε ότι είναι αυτός. | If he hadn't sewn the guard's mouth shut, we would never know it was him. |
Δεν έχει ράψει ούτε τα γαλόνια του ακόμα. | He hasn't sewn on his stripes either. |
Δεν θα την είχαν ράψει καλά. | She was not sewn back. |
Δεν το έχει ράψει μαζί. | He hasn't sewn it together. |
Δες, έχει ράψει το μέσα-έξω. | Look, she's sewn them inside out. |