Όταν δηλητηριάζεις τις καρδιές τόσων ανθρώπων με το μίσος... πως μπορείς να φανταστείς πως θα είναι ευτυχέστεροι? | To poison the hearts of those people with hate... how can you imagine they would be happier? |
Tόσo άθλιoς όσo και τo φαγητό με τo oπoίo με δηλητηριάζεις... Πόσα θέλεις; | About as rotten as that food you've been poisoning' me with... |
Τους παγιδεύεις, τους δηλητηριάζεις, τους κοπανάς στο κεφάλι, τους ρίχνεις ασφυξιογόνα, τους πυροβολείς. | You trap them, you poison them... you knock them on the head, you gas them, or you shoot them. |
Με δηλητηριάζεις... ψέματα, Ντολόρες; | You"re poisoning me aren"t you, Dolores? |
Τους δηλητηριάζεις; | You poison them. |
Δεν δηλητηριάζουμε πηγάδια. | We do not poison wells. |
-Σας είπα, δεν δηλητηριάζουμε πηγάδια. | - I tell you, we do not poison wells. |
Του δηλητηριάζουμε την ατμόσφαιρα. | We've poisoned his atmosphere. |
Αν αυτό που λές είναι αλήθεια, γιατί δηλητηριάζουμε αυτόν τον πλανήτη; | If what you say is true, why are we poisoning this planet? |
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μολύνουμε την ατμόσφαιρα... να δηλητηριάζουμε τις θάλασσες και να εξαντλούμε τη γη. | We cannot continue to pollute the atmosphere poison the ocean and exhaust the land. |
Όλα τα παιδιά μας δηλητηριάζουν τις ζωές μας. | All our children do is poison our lives. |
Με δηλητηριάζουν. | They're poisoning me. |
Τα κρυφά μας ελαττώματα δηλητηριάζουν τον αέρα που αναπνέουν άλλοι. | Our hidden faults poison the air others breathe. |
Συνηθίζουν να δηλητηριάζουν τα πηγάδια. | It's an old German trick, poisoning wells. |
Πρώτα μας δηλητηριάζουν και μετά μας πυροβολούν; | First they poison us, then they shoot us? |
"θα δηλητηριάσω την Σάντζανα." "Θα την δηλητηριάσω." | I will poison Sanjana. |
Δήμαρχε, αν μιλήσεις για τις δουλειές μου σε οποιονδήποτε εκτός από τους ανθρώπους μου, θα δηλητηριάσω, το σκυλί σου. | Mayor, if you ever mention my business to anyone outside of my department, so help me God, I will poison your dog. |
Η γυναίκα του θα δηλητηριάσει τα έξι παιδιά τους και κατόπιν θα αυτοκτονήσει. | His wife will poison her 6 children and commit suicide. |
Μόλις απελευθερωθεί στο σύστημα επεξεργασίας του αέρα... θα δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα μέσα σε λίγα λεπτά. | Once released into the air-processing system... it will poison the atmosphere within minutes. |
Η μόλυνση θα δηλητηριάσει το αίμα της. | Infection will poison her blood. |
Αύριο θα ξημερώματα θα δηλητηριάσουμε τον Λορέντζο ακριβώς την ώρα, που θα λαμβάνει τη Θεία Κοινωνία, και θα ξορκίσουμε τους ευσεβείς δισταγμούς του καρδιναλίου Ορσίνι. | Dawn tomorrow we will poison Lorenzo in the very act of taking holy communion, and damn Cardinal Orsini's pious hesitations. |
-Τον δηλητηρίασα. | - I poisoned him. |
Με υποπτεύεται ότι δηλητηρίασα τον πατέρα σου. | She suspects me of having poisoned your father. |
Τον δηλητηρίασα, για να μην αποκαλύψει όσα ήξερε για εσάς. | I poisoned him to keep him from telling what he knew about you. |
Και δεν το δηλητηρίασα. | And l haven't poisoned it. |
- Δεν σε δηλητηρίασα εγώ. | - I didn't try to poison you, Mummy. |
- Όλοι ξέρουν ότι τον δηλητηρίασες. - Αυτό είναι ψέμα! | - Mama, everyone knows that you poisoned him. |
Θυμάσαι τι πλάκα είχε όταν με δηλητηρίασες; | You remember the fun we had when you poisoned me? |
Άκου να δεις, Κέιντυ... ίσως τη γλίτωσες που δηλητηρίασες το σκύλο... που ξυλοφόρτωσες μια κοπελίτσα, την Νταϊάν Τέυλορ. | Look, Cady... maybe you can get away with dog poisoning... beating up on a little drifter like Diane Taylor. |
Τη δηλητηρίασες | You poisoned her. - She's the evil hag, sire! |
Γιατί με δηλητηρίασες; | Why did you poison me? |
Δεν μπορεί να νομίζεις ότι το δηλητηρίασε. | Surely you don't think he poisoned it? |
Σέ δηλητηρίασε κι έσένα, μέ τήν προστυχιά του! | He's poisoning you with his own wickedness. |
Ο ορός μας δεν σε δηλητηρίασε τελικά, έτσι; | Our serum wasn't poison after all, was it? |
Κάποια απαίσια δύναμη στα κύτταρα, μπήκε στο σώμα μου και με δηλητηρίασε με μια θέληση να σκοτώνω. | Some awful force in the living cells I took into my body has poisoned me with an urge to kill. |
Η πλεονεξία δηλητηρίασε τις ψυχές, ανύψωσε τους φραγμούς του μίσους, μας καταδίκασε στη δυστυχία και το σκοτωμό. | Greed has poisoned men's souls, has barricaded the world with hate, has goose-stepped us into bloodshed. |
Τη δηλητηριάσαμε για να μην πονάει. | We poisoned her to ease the pain. |
Τον δηλητηριάσαμε. | We poisoned him. |
Τα παγιδέψαμε, τα κυνηγήσαμε, τα δηλητηριάσαμε... | Trapped 'em,shot 'em,poisoned them, |
Καλά. Αν νομίζεις πως δηλητηριάσαμε εσένα... και τα αδέλφια σου με ανθρώπινα γνωρίσματα όπως ο ύπνος, και αξίες των Εκατόνταρχων, όπως η πίστη σε έναν υπαρκτό θεό, τότε γιατί ξόδεψες όλα αυτά τα χρόνια στην επιδίωξη τόσο ανθρωπίνων ιδεών | If you really think we poisoned you and your siblings with human traits like sleep, and centurion values like belief in a living god, why then did you spend all these years in single-minded pursuit of such human ideas |
Δεν δηλητηριάσαμε απλώς τους συμπατριώτες μου. | We didn't just poison our countrymen. |
Εσύ, ο Λέοναρντ κι η Πένυ με δηλητηριάσατε με συναισθήματα. | You and Leonard and Penny, you all poisoned me with emotions. |