Το Στέμμα δημεύει ο,τιδήποτε ανήκει σε προδότες. | The Crown confiscates any business belonging to traitors. |
Γι αυτό τα δημεύουμε. | So, we've confiscated them all. |
Officer, δημεύουν αυτά μαρκαδόροι, χαρτί, αφίσες, όλα αυτά. | Officer, confiscate those markers, paper, posters- all of it. |
Οι Πάπες μαζέυουν τους φόρους και χρησιμοποιούν τον στρατο, για να δημεύουν τον πλούτο των άλλων. και κάνουν μια περιουσία από τη δύναμή τους ως βασιλείς. | Popes have armies and levy taxes to confiscate the wealth of others and collect a fortune by their power as kings. |
Όπως επίσης δήμευσε τις περιουσίες των παιδιών του. | They also confiscated all of his children's cross-funds. |
Όταν πέθανε, ο Βασιλιάς δήμευσε την περιουσία του. | After he had passed away, the King confiscated his assets. |
Οι αστυνομία μπήκε στο σπίτι του και δήμευσε την περιουσία του | Cops searched his house and confiscated his property |
Με τη βοήθειά του μέχρι τώρα, δημεύσαμε άλλες πέντε σχολές καράτε. | With his help, we confiscated five other karate schools so far. |
Ψάχνω λογαριασμούς στο κομπιούτερ του Άμαντορ που δημεύσαμε στο κέντρο. | I'm hunting for bank accounts Amador used over the past few months, on the computer we confiscated at the go club. |
Μετά το θάνατό του, οι Αρχές δήμευσαν όλη την περιουσία του. | After his death, the authorities have confiscated his entire estate. |
Τώρα, μπορώ καθένας τους δημεύστε ή μπορείτε να εγκαταλείψετε ένα εγωιστικό asshole και χαμηλώστε τις τιμές βλασφημίας σας. | Now, I can either confiscate them or you can quit being a selfish asshole and lower your damn prices. |
Όταν το δικαστήριο μας διόρισε να επιβλέψουμε τη διαδικασία αρχίσαμε παγώνοντας τους λογαριασμούς της οικογένειας και δημεύοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία. | When the court appointed us to oversee this process, we began by freezing the family's accounts and confiscating their assets. |