Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Δεματιάζομαι (tame) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
δεματιάζομαι
δεματιάζεσαι
δεματιάζεται
δεματιαζόμαστε
δεματιάζεστε
δεματιάζονται
Future tense
θα δεματιαστώ
θα δεματιαστείς
θα δεματιαστεί
θα δεματιαστούμε
θα δεματιαστείτε
θα δεματιαστούν
Aorist past tense
δεματιάστηκα
δεματιάστηκες
δεματιάστηκε
δεματιαστήκαμε
δεματιαστήκατε
δεματιάστηκαν
Past cont. tense
δεματιαζόμουν
δεματιαζόσουν
δεματιαζόταν
δεματιαζόμαστε
δεματιαζόσαστε
δεματιάζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
δεματιάζου
δεματιάζεστε
Perfective imperative mood
δεματιάσου
δεματιαστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'tame':

None found.