Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ωραιοποιούμαι (buy) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ωραιοποιούμαι
ωραιοποιείσαι
ωραιοποιείται
ωραιοποιούμαστε
ωραιοποιείστε
ωραιοποιούνται
Future tense
θα ωραιοποιηθώ
θα ωραιοποιηθείς
θα ωραιοποιηθεί
θα ωραιοποιηθούμε
θα ωραιοποιηθείτε
θα ωραιοποιηθούν
Aorist past tense
ωραιοποιήθηκα
ωραιοποιήθηκες
ωραιοποιήθηκε
ωραιοποιηθήκαμε
ωραιοποιηθήκατε
ωραιοποιήθηκαν
Past cont. tense
ωραιοποιούμουν
ωραιοποιούσουν
ωραιοποιούνταν
ωραιοποιούμαστε
ωραιοποιούσαστε
ωραιοποιούνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
ωραιοποιήσου
ωραιοποιηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'buy':

None found.