- Και εκεί είναι η λίμνη που συνήθιζα να ψαρεύω.... | - And there's the lake I used to fish... |
Έλα. - Να μάθω να ψαρεύω; | - "Wanna learn how to fish"? |
Αλλά δεν μου αρέσει να ψαρεύω | l don't like to fish. |
Δεν ξέρω να ψαρεύω. | - Dad, I don't even know how to fish. |
"Κάθε μέρα που ψαρεύεις προσθέτει ένα χρόνο στη ζωή σου". | Every day you fish adds another year to your life. |
'Η απλώς με ψαρεύεις. | Either that or you're fishing. |
- Krieg, ξέρεις να ψαρεύεις; | Krieg, can you fish? |
- Όχι με τον ρυθμό που τα ψαρεύεις. | Not at the rate you've been fishing. |
"Όταν αυτή δουλεύει, εμείς κάποιες φορές πάμε μαζί της, και κάποιες άλλες όχι!" "Κι έτσι εγώ κι ο Μπρούνο πάμε στα βραχάκια.." "..κι ο Μπρούνο ψαρεύει καβουλάκια με την απόχη, ενώ εγώ τον κοιτάω"!" | "Sometimes we go to work with her, sometimes we don't, then Bruno and I go to the beach and Bruno fishes for crabs while I watch." |
- Ξέρεις ότι ψαρεύει; | - You know he fishes, too? |
Δε θα βρεις κανέναν άλλο που να ψαρεύει όπως εγώ. | Well, you'll never find anybody who fishes better than I do. |
Η 'βαλον μπορεί να σου πει πώς ψαρεύει για να μάθει ονόματα, πώς καθοδηγεί τα άτομα ώστε να απο- καλύψουν τις απαντήσεις που χρειάζεται. | Avalon can tell you how he fishes for names, how he leads his subjects to reveal the answers that he needs. |
- Εάν θέλαμε, σκέψου το... θα μπορούσαμε να ζήσουμε εδώ για κανα χρόνο, να ψαρεύουμε... μέσα στην άγρια φύση, ν' ανάψουμε φωτιά. | - If we wanted to see it for you. We would be living here year round, so fish. So in the wild, make a campfire. |
- Και θα ψαρεύουμε; | - Are we going fishing? |
- Κι οι δύο θα έπρεπε να ψαρεύουμε. | We both should be fishing. |
- Μας είδε να ψαρεύουμε. | - H-he saw us fishing. |
- Να μην ψαρεύετε εκεί. | You men shouldn't even be going fishing up there. |
- Ο σκοπός είναι να μην ψαρεύετε. | The point is, no fishing expeditions. |
- Τι ψαρεύετε; | What kind of fishin' you boys planning' on doin'? |
Αν δουλεύατε τόσο σκληρά όπως ψαρεύετε, θα είχατε γίνει πλούσιοι! | If you people worked as much as you fished, you'd be really rich, you know? |
"Δεν ψαρεύουν με βαρελότα". | "Cherry bombs are a terrible way to catch fish." |
"ψαρεύουν" το πεσμένο φαγητό. | they fish out fallen food. |
'Ηθελα να σε πάω εκεί που ψαρεύουν... και μετά να πάμε να ράψεις μια γραβάτα. | I wanted to take you to see the Station Otto, the return of the fishermen at dawn. And then tailored ties, the "Cavallier Marinella". |
- "Πού είναι το διαβατήριό μου;" - "Στο μώλο ψαρεύουν, δεν φιλάνε!" | - 'Where's my pass?" - "The pier is for fishing" |
'Οταν σε πήγαν στο νοσοκομείο για τη μύτη σου βούτηξα στη λίμνη και το ψάρεψα. | When you went to the hospital for your nose I swam into the lake and fished it out. |
- Και εγώ ψάρεψα από τα σκουπίδια; | That I fished out of the trash? |
- Το ψάρεψα απ'τη θαλάσσια πόλη. | I fished it out this morning from the drowned town. |
Όταν ψάρεψα τον Λάιλ Τσάμλεϊ από τη λίμνη, κάτι που δεν πρόκειται να ξανακάνω μιλούσε για το τέλος του κόσμου. | Well, when I fished Lyle Chumley out of the lake and, um... sidebar... I should never do that again. He started talking about the end of days. |
- Να ονειρεύτηκες πως με ψάρεψες? | You dreamt you fished me from the water? Something like that. |
΄Ωστε ψάρεψες στο Γκλάκμανς Πόιντ; | So, you've fished Gluckman's Point? You're an angler, all right. |
Αλλά φαίνεται πώς τα ψάρεψες αυτά από τον σκουπιδοτενεκέ του σχολείου. | but it looks like you fished all this stuff right out of the school Dumpster. |
Αυτό το ψάρεψες από μένα. | You fished that out of me. |
-Όχι, ο Μανουέλ, αυτός σε ψάρεψε. | - No, Manuel, he fished you aboard. |
...που η αστυνομία της Μουμπάη ψάρεψε από το ποτάμι.. | ...which the Mumbai police fished out of the river.. |
Ήμουν στη βάρκα με τον Μάικ, όταν το ψάρεψε από τη θάλασσα. | I was in the boat with Mike when he fished it out of the sea. |
Από τότε που ο παππούς σου η Τρελή Αγελάδα... με ψάρεψε από τον Μισσισιπή. | Ever since your grandpa Gray Star fished me out of the Mississippi River. |
- Δεν ξέρουμε αν ο φονιάς άφησε το υγρό τη μέρα που την "ψαρέψαμε". | Wait a minute ... we can't know our killer left that fluid on the day we fished her body out of the drink. |
- Μόλις ψαρέψαμε ένα πτώμα. | - We just fished out the body. |
Αφού τον ψαρέψαμε από την πισίνα, τον καθαρίσαμε και τον ετοιμάσαμε να συναντήσει την κατ' ευχήν νέα φιλενάδα του. | After we fished Philo out of the bottom of the pool, we cleaned him up and got him ready to go meet who we hoped would be his new girlfriend. |
Γιατί το πτώμα που ψαρέψαμε από την πισίνα του Κάρστεν Πένιγκτον φορούσε εσώρουχα Dempsey's. | Because the body we fished out of Carsten Pennington's pool was wearing Dempsey's underwear. |
`Ηταν νεκρή η Ντίμλι, όταν την `"ψαρέψατε`"; | Was Ms. Dimly dead when you... - fished her out of the water? |
Θυμάστε το πτώμα που ψαρέψατε την περασμένη εβδομάδα; | You know that floater you fished out last week? |
'κουσες ότι ψάρεψαν ένα πτώμα από τον Τιταρέσο; | You hear they fished a floater from the Theoresos? |
16χρονο παιδί, την ψάρεψαν από τον πορθμό, ατύχημα ιστιοπλοΐας. | 16-year-old kid, fished her out of the sound, sailing accident. |
Άκουσες ότι το σώμα που ψάρεψαν στο ποτάμι είναι του Κλάινχοφ. | You heard that the body they fished out of the river turned out to be Kleinhoff. |
Ύστερα πήραν κάτι κλαδευτήρια και με ψάρεψαν πολύ προσεκτικά. | Then they got some pruning hooks from the garden and fished me out... ever so gently. |
- Δύο φορές καθώς ψάρευα... | -Twice when I was fishing-- |
- Ναι, ψάρευα. | - Yes, l was fishing in the hills |
Όταν ψάρευα, βρήκα ένα βραχιόλι πάνω σε μια πέτρα. | When I was fishing, I found a bracelet on a rock. |
Ονειρεύτηκα ότι ψάρευα και έπιασα μια τεράστια τσιπούρα. | I dreamed I was fishing and caught a huge bream. |
Βρήκες ένα πόδι, ενώ ψάρευες; | So you're telling us you found the leg when you were fishing? |
Και ψάρευες. | And you were fishing. |
Πριν το κακό μάτι πέσει στον καφέ μου, είχα την αίσθηση ότι ψάρευες μια συμβουλή. | I had this feeling that you were fishing for some advice. |
- Δίπλα στην πισίνα, ψάρευε! | - By the pool, she was fishing! |
- Σε είδε ο Τζιν όταν ψάρευε. | - Jin saw you while he was fishing. |
Ένας τύπος παρακάτω ψάρευε, και νόμισε ότι έπιασε έναν οφιοκέφαλο. | Guy down the road was fishing, thought he caught a snakehead. |
Ήρθε εδώ κάτω για να ρωτήσει για τον θερμίτη, αλλά στην πραγματικότητα με ψάρευε. | He came down here asking me about thermite, but, really, he was fishing. |
-Πώς ήξερες ότι ψαρεύαμε; | -How'd you know we were fishing? |
Έκανε ξεκαρδιστικές μιμήσεις όταν ψαρεύαμε. | He did sidesplitting imitations while we were fishing... |
Και όταν ψαρεύαμε με τον Μπερκ, παρατήρησα κάτι περίεργο στο χέρι του. | and when burke and i were fishing, i noticed something weird with his hand. |
Μπορώ να πω πως ψαρεύαμε μαζί αν θέλεις. | I can say you were fishing with me, if you like? |
Αλλά εσείς ψαρεύατε λαβράκια... | It's just that you were fishing for bass, so... |
Και υποθέτω οτι πιστεύεις κι οτι όντως ψάρευαν σε διεθνή ύδατα; | And I guess you believe they were fishing in international waters too? |
Ναι, μπορείς να οδηγήσεις ως το σημείο που είπε ο Ντέρικ ότι ψάρευαν. | Yeah, you can drive a car right up to where Derrick said they were fishing. |
Ο πατέρας της και ο παππούς μου, νομίζω ότι ψάρευαν μαζί. | Her dad and my granddad were fishing buddies, I think. |
Η Βαλ έχει ακόμα μικρόφωνο, οπότε ψαρέψτε τίποτα. | All right, Val's still mic'ed, so just fish around for something. |
Κερδίστε την εύνοιά του και ψαρέψτε εκεί που απαγορεύεται. | Get on his good side and you can fish there though its banned. |
Χάνκι. Απλά χρησιμοποιήστε την απόχη και ψαρέψτε τον καλύτερο κο. | Just use the fecal fishing net and select your best Mr. Hankey. |
Έχει τους χάρτες του... όλους του τοπογραφικούς χάρτες του στα βάθη του δάσους, κάθε σημείο στο οποίο έχει κατασκηνώσει, κυνηγήσει, ψαρέψει. | It's got his maps... all of his whole backwoods topographical maps, every place he ever camped, hunted, fished. |
Έχουμε κυνηγήσει και ψαρέψει μαζί, από τόσαδα. | We've hunted and fished together since we were so high. |
Όταν τον ρώτησα, αν τα είχε ψαρέψει όλα αυτά, είπε ότι είχε ψαρέψει μόνο τα μεγάλα, τους γονείς.. | When I asked if he had fished them all, he said no, he had only fished the bigger ones, the parents. |
Δεν έχεις ψαρέψει ποτέ; | Haven't you ever fished? |
Έχω πάει μακριά ψαρεύοντας, τώρα είμαι στο σπίτι. | I've been away fishing, now I'm home. |
Ήταν πάντα απασχολημένα, ψαρεύοντας μέρα-νύχτα... φυλώντας σαν θησαυρό τα υλικά αγαθά τους. | They were always busy- fishing day and night... treasuring their material possessions. |
Όταν πρόκειται για τη ζωή και το θάνατο, μαθαίνεις γρήγορα ποιον μπορείς να εμπιστευθείς, είτε είσαι μέσα σε ορυχείο είτε είσαι σε μια βάρκα ψαρεύοντας. | When it's life and death, you learn quickly who you can trust, be it in a mineshaft or on a fishing boat. I approach football the same way. |
Αν είναι ο ίδιος ο Αστυφύλακας Summers που ήρθε εδώ "ψαρεύοντας" για "μίζα", | If he's the same PC Summers who came here fishing for a backhander, |