Νικάς με τη βία αλλά δεν του κατακτάς έτσι. | Violence can conquer but it cannot rule |
Θα κατακτάς, χωρίς να ξέρεις ότι πρόκειται για ήττα; | You will conquer, and not know that it is defeat? |
Γεννήθηκε μια νέα ιδέα... Μια νέα αντίληψη, μια νέα θεία δύναμη... Οτι δεν πρέπει να κατακτάς χώρες... | For within him, out of the death of Cleitus, a new idea was born, a new understanding, a new driving force - that it was not lands that must be conquered, but the hearts of men. |
Είναι σαν να κατακτάς την Ευρώπη; | To conquer here is to conquer Europe. |
Με κυριεύεις. Με κατακτάς. | You conquer me. |
Υβόν, πιστεύω ότι όντως η αγάπη κατακτάει τα πάντα. | Well, Yvonne, I believe love does conquer all. |
θα κατακτήσω τη νέα Αμερική. | I will conquer the new America. |
Για εκείνη θα κατακτήσω ακόμα κι αυτό. | For her I will conquer even this. |
Είτε εγώ θα κατακτήσω την Κωνσταντινούπολη ή η Κωνσταντινούπολη θα κατακτήσει εμένα. | Either l will conquer Konstantiniyyah or Konstantiniyyah will conquer me. |
Στη συνέχεια, θα κατακτήσω τον κόσμο με την νερό-δαμαστικη συσκευή Ημέρας της Κρίσεως μου! | Next, I will conquer the world with my water-bending doomsday device! |
Και θα κατακτήσω αυτή την γη μία και καλή.. | And I will conquer these lands once and for all. |
Η "Γρoθιά" τoυ Γιμ θα κατακτήσει τo Φoυ Σαν. | The Yim's Fist Style will conquer Fu Shan. |
Και, κατά την επιστροφή μου, θα κατακτήσει τον πλανήτη Γη και να υποδουλώσουν τις αμβλύ κρανία στο όνομα του κώνου κληρονομιά μου. | And, upon my return, I will conquer the planet earth and enslave the blunt skulls in the name of my Cone heritage. |
Θα τελειοποιήσω τη δικιά μου φυλή ανθρώπων... μια φυλή πυρηνικών υπερανθρώπων... που θα κατακτήσει τον κόσμο! | I shall perfect my own race of people, a race of atomic supermen that will conquer the world! |
Πιστά μου αντικείμενα, ας πιούμε στην Ιωάννα της Λωραίνης που θα κατακτήσει τους 'γγλους και έχει ήδη κατακτήσει την καρδιά μου. | Loyal subjects, let us drink to Joan of Arc, who will conquer the English, and has already conquered my heart. |
Χωρίς τον Αναζητητή, ο Ντάρκεν Ραλ θα κατακτήσει τον κόσμο. | Without the Seeker, Darken Rahl will conquer the world. |
Αν την ελευθερώσεις, θα είμαι η αυτοκράτειρα σου και θα κατακτήσουμε τον κόσμο. | If you set her free, I will be your empress and we will conquer the world. |
Μαζί θα κατακτήσουμε τα πάντα. | You are, after all, a Prince, together we will conquer it all. |
Μαζί, θα κατακτήσουμε το σύμπαν. | together, we will conquer the universe. |
Μπράβο,μαζί θα κατακτήσουμε τον,Παράδεισο. | Well done, together we will conquer Heaven itself. |
Και από αυτό το νησί, θα κατακτήσουμε τον κόσμο. | And from this island, we will conquer the world! |
Θα τελειοποιήσω τη δικιά μου φυλή ανθρώπων... μια φυλή πυρηνικών υπερανθρώπων... που θα κατακτήσουν τον κόσμο! | "I shall perfect my own race of people. "A race of atomic supermen "that will conquer the world!" |
Βλέπω πως όχι οι ζωντανοί, αλλά οι νεκροί θα κατακτήσουν το Παρίσι. | I can see that not the living, but the dead, will conquer Paris. |
Εγώ... ένας φτωχός αγρότης, κατέκτησα την επιστήμη! | I, a poor peasant, have conquered science. |
..." Veni, Vidi, Vici." " 'Ηρθα...είδα...κατέκτησα." | "I came, I saw, I conquered." |
" 'Ηρθα...είδα...κατέκτησα." | "I came, I saw, I conquered." |
Υπέταξα και κατέκτησα τις βαρβαρικές ορδές στο όνομα της Ρώμης. | I've subdued and conquered the barbaric hordes in the name of Rome. |
- Πρόσφατα κατέκτησα τον Έν-τακ. | - I recently conquered Entac. |
Μόνος σου κατέκτησες εσύ την Ασία, Αλέξανδρε; | Did you conquer Asia by yourself, Alexander? |
Δεν αντιμετώπισες δαίμονες και φόβους, ούτε τους κατέκτησες με θάρρος, με πειθώ. | You didn't face your demons and fears and conquer them bravely with conviction. |
Με κατέκτησες Σαν τον Κάρολο τον Μέγα | Mary Jane, oh, Mary Jane You've conquered me like charlemagne |
Ποιους κόσμους κατέκτησες σήμερα; | Tell me what worlds you've conquered this morning. |
Τουλάχιστον μπορείς να λες ότι το κατέκτησες. | At least you can say you conquered it. |
""Το κουράγιο σας και η επιμονή σας είναι το πνεύμα της μάχης το οποίο ξεπέρασε κάθε δυσκολία και κατέκτησε έναν ύπουλο εχθρό."" | ""Your courage and tenacity make for a fighting spirit that has surmounted every hardship and conquered a treacherous enemy."" |
Την γνώρισε και αυτή τον κατέκτησε. | Met and was conquered. |
Μετά, το 47 π.Χ., ο Καίσαρας πήγε ανατολικά όπου "Ήρθε, είδε και κατέκτησε". | In 47 B.C., Caesar went east where he came, saw, and conquered. |
Μέσα σε δέκα χρόνια κατέκτησε τον κόσμο. | Europe and Asia! In ten short years he has conquered the world. |
Δεν κατέκτησε ο παππούς τη Γερμανία; | Germanicus has already conquered the Huns. |
Τώρα επιτέλους κατακτήσαμε το διάστημα! | Now at last we've conquered space ! |
Μαζί κατακτήσαμε αυτή τη ζoύγκλα. | Together we conquered this jungle. |
Μα μόλις εκκενώσαμε το χωριό που κατακτήσαμε! | But we had to retreat from the village we just conquered. |
'νδρες, είμαστε οι πρώτοι που κατακτήσαμε αυτή την τεράστια ήπειρο. | Men, we're the first to conquer this great continent. |
Κοίτα αυτούς που κατακτήσαμε. | Look at those we've conquered. |