Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καρατομώ (behead) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καρατομώ
καρατομείς
καρατομεί
καρατομούμε
καρατομείτε
καρατομούν
Future tense
θα καρατομήσω
θα καρατομήσεις
θα καρατομήσει
θα καρατομήσουμε
θα καρατομήσετε
θα καρατομήσουν
Aorist past tense
καρατόμησα
καρατόμησες
καρατόμησε
καρατομήσαμε
καρατομήσατε
καρατόμησαν
Past cont. tense
καρατομούσα
καρατομούσες
καρατομούσε
καρατομούσαμε
καρατομούσατε
καρατομούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καρατόμει
καρατομείτε
Perfective imperative mood
καρατόμησε
καρατομήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'behead':

None found.