Προσπάθησα να τον ενθαρρύνω. | I tried to encourage him. |
Χαμογέλασα να τον ενθαρρύνω. | I smiled to encourage him. |
Ήθελα απλά να διασφαλίσω ότι δεν βιάστηκα να σε ενθαρρύνω. | I suppose I just want to ensure that I haven't been too quick to encourage. |
Ξέρεις, εννοώ, αρνούμαι να ενθαρρύνω ή να ανεχθώ τον αρσενικό πόθο στρεφόμενο εναντίον οποιασδήποτε από τις φοιτήτριές μου. | You know, I mean, I refuse to encourage or countenance male lust as directed against any of my women students. |
Δε θέλω να ενθαρρύνω κακές συνήθειες. | I hate to encourage bad habits. |
Γιατί ενθαρρύνεις κάποιον να γράψει και στη συνέχεια του παίρνεις το στυλό; | Why encourage the man to write, and then take his pen? |
Ειλικρινά, ενθαρρύνεις τέτοιου είδους λατρεία; | You honestly encourage this sort of worship? |
Θα έπρεπε να τον ενθαρρύνεις πιό πολύ. | You should encourage it more. |
Μπαμπά, μην τον ενθαρρύνεις. | Dad, don't encourage him! |
Αν σκοπεύεις να επαινέσεις και να με ενθαρρύνεις, τότε πρέπει να το κάνεις όμορφα. | If you want to praise me and encourage me, just watch the program. |
Δεν ενθαρρύνουμε αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς. | It's not a behavior pattern we want to encourage, Mom. |
Τους ενθαρρύνουμε να μαγειρεύουν κάθε εβδομάδα. Ο Τόμμυ είναι πολύ καλός. | We encourage young people to prepare food once a week ... what Tommy does very well. |
Πρέπει να υποστηρίξουμε την διαδικασία, να την ενθαρρύνουμε. | We should support the process, even encourage it. |
Σε ενθαρρύνουμε να σκεφτείς. | We encourage you to think. |
- Όχι, ενθαρρύνουμε τις πυρκαγιές αυτοκινήτων. | - No, we encourage car fires. |
Είναι χαρισματική. Δεν πρέπει οι γονείς να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους; | Aren't parents supposed to encourage their kids... whenever they show talent? |
Οι επιχειρήσεις κατάλαβαν ότι τους συνέφερε... να ενθαρρύνουν τον άνθρωπο να νιώθει μοναδικός... και να του προσφέρουν τρόπους να εκφράζει αυτή τη μοναδικότητα. | The corporations had realized that it was in their interest to encourage people to feel that they were unique individuals and then offer them ways to express that individuality. |
Με ενοχλεί. Γιατί οι κοινωνιστές ενθαρρύνουν τους φασίστες. | It annoys me, because communitarians like that encourage the fascists. |
Μπορούσαν να τροποποιήσουν τους όρους παράδοσης. Να ενθαρρύνουν τους Ρώσσους να επιτεθούν στη Μαντζουρία. Να επιδείξουν την ατομική βόμβα. | Truman and Byrnes now had several options open to them - they could modify the surrender terms, they could encourage the Russians to invade Manchuria, they could demonstrate the atomic bomb, they could invade Japan itself. |
Υποστηρίζω τα πνευματικά δικαιώματα, αλλά μόνο αν ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα, ή την οικονομική υποκίνηση ή αποτελεί κίνητρο για δημιουργία. | I support copyright, but only if it encourages creativity or economic incitement or is an incentive to create. |
Ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση σήμερα το πρωί αυτό είναι κάτι που θα ενθαρρύνει το σχολείο. | I apologize for Directions Later this morning, that is something that no will encourage school. |
Και νομίζουν ότι αν υποχωρήσουν σε αυτό τη σύμβαση... αυτό θα ενθαρρύνει τη συνδικαλιστική οργάνωση στην πολιτεία τους, στη Βόρεια... και τη Νότια Καρολάινα. | And they feel that if we - if they give in to a contract here... it will encourage union organization in their home state of North Carolina... and South Carolina. |
Ελπίζει τα $ 10.000 δολάρια ως ανταμοιβή θα ενθαρρύνει αυτούς και θα δώσουν πληροφορίες σχετικά με το θάνατο του συζύγου της. | She hopes the $10,000 reward will encourage those with information about her husband's death to come forward. |
Εάν συμφωνήσετε, θα ενθαρρύνει τις άλλες φυλές να υπογράψουν. | If you agree, it will encourage the other races to sign on. |
Ξέρεις κάτι, Μπόουνς, δεν θα σε ψήφιζα, αλλά σίγουρα θα ενθάρρυνα άλλους να σε ψηφίσουν. | You know what, Bones, I wouldn't vote for you, but I would definitely encourage other people to vote for you. |
- Ίσως σ' ενθάρρυνα να νιώθεις ότι έχεις το δικαίωμα να μου μιλάς κατ' αυτόν τον τρόπο. | I'm afraid I may have encouraged you to feel you have the right to address me in this way. |
Ως συνήγορος σου, θα σε ενθάρρυνα να μην μιλήσεις στον Τύπο μέχρι να έχουμε περισότερες πληροφορίες. | As your counsel, I would encourage you not to speak to the press until we have more information. |
Αν το ήξερα, νομίζεις πως θα την ενθάρρυνα. | If I did, do you think I would have encouraged her? |
Σε πήρα για να σε προειδοποιήσω, και θέλω να ξέρεις ότι δεν πρότεινα εγώ να έρθεις για δείπνο, ούτε το ενθάρρυνα. | So I'm calling to warn you, and, I want you to know, I didn't suggest us having dinner with them or encourage it in any way. |
- Την ενθάρρυνες να την κάνει. | - You encouraged her to get one. |
Αυτό μου λέει ότι τον ενθάρρυνες και και του 'δωσες πολλή αυτοπεποίθηση. | It tells me that you encouraged him and you gave him a lot of confidence. |
Μία σχέση που μ' ενθάρρυνες να χρησιμοποιήσω, όσο ήταν βολικό για την υπηρεσία. | A relationship you encouraged me to exploit, as long as it was convenient for this agency. |
- Εσύ την ενθάρρυνες να δραπετεύσει? | - You encouraged her to elope? |
Κι εσύ το ενθάρρυνες αυτό; | So you encouraged this? |
Αν ήμουν τόσο σίγουρη πώς γίνεται και παντρεύτηκα έναν άνδρα, που ποτέ δεν με ενθάρρυνε να γίνω κάτι άλλο εκτός από μητέρα και σύζυγο; | Well,if I was so secure,then how come I married a man who never encouraged me to be anything except a wife and a mother? |
Ήταν πάντα η άποψη των γονέων μου πως εκείνος ο καυτός καιρός ενθάρρυνε τα χαλαρά ήθη. | It was always the view of my parents that hot weather encouraged loose morals. |
Ξέρεις... μου πρόσφερε αίσθηση του χιούμορ, με ενθάρρυνε να ακολουθήσω την Νοσηλευτική. | (Laughs) Eh, it, you know, it gave me a sense of humor, encouraged me to go into nursing. |
Δε θα έλεγα ότι τον ενθάρρυνε. | Well, I wouldn't say encouraged. |
Λυπάμαι που ενθάρρυνε, Χανκ, αλλά δεν έχουμε μια ευκαιρία. | I'm sorry I encouraged you, Hank, but we don't have a chance. |
Πάντα θέλαμε να κάνουμε τον Κάιλ να νιώθει όσο πιο άνετα γίνεται, και τον ενθαρρύναμε να κάνει δικό του το δωμάτιο και αυτό περιλαμβάνει κάποιες ανορθόδοξες επιλογές. | We've always believed in making Kyle feel as comfortable as possible, And we encouraged him to make his room his own, Which includes some unorthodox choices. |
Η Ρόζι πάντα ενδιαφερόταν να βοηθάει κι είναι κάτι που το ενθαρρύναμε. - Αλήθεια; - Εγώ το ενθάρρυνα. | Rosie's always been interested in being of service, and that's something we encouraged. |
Αργότερα θα μειώναμε τα γεύματά της με την ελπίδα πως θα την ενθαρρύναμε να κυνηγά ή να προσκολληθεί σε κανένα άγριο λιοντάρι. | Afterwards, we intended to reduce her meals in the hope that it wouId encourage her to kill on her own or to join a wild lion. |
Και οι δυο τον ενθαρρύναμε να πάρει αυτή την απόφαση, αλλά είναι ο μοναχογιός μου. | We both encouraged him to take this plunge, but he's my only son. |
Έχουν τις αμφιβολίες τους, αλλά τους ενθαρρύναμε να είναι ανοιχτόμυαλοι. | They have their doubts, but we encouraged them to keep an open mind. |