Ήξερα να υφαίνω, αλλά με τους ρευματισμούς... | I used to weave, but with this rheumatism, not anymore. |
Αγόρασα συμβουλευτικά φυλλάδια, για το πώς να κουρεύω τα πρόβατα πώς να υφαίνω τα ρούχα μας ακόμα και για το πώς να καπνίζω ψάρια και να έχω τις δικές μας πατάτες είχα μεγάλα όνειρα. | I bought government pamphlets on how to shear sheep how to weave our own clothes even on how to smoke fish and grow our own potatoes. I had bright dreams. |
Σήμερα θα αρχίσω να υφαίνω σάβανο για το χαμένο σύζυγο μου. | Today, I will begin to weave a shroud for my lost husband. |
- Γιατί δεν υφαίνεις κάτι για τους υπόλοιπους? | - Why don't you weave something for the rest of us? |
Για να υφαίνεις. | It weaves. |
Θα σε μάθω να ράβεις και να υφαίνεις. | I shall teach you to sew and weave |
Μαύρη μαγεία που "υφαίνεις" τόσο καλά μ αυτά τα παγωμένα δάχτυλα που ανεβοκατεβαίνουν τη σπονδυλική μου στήλη. | Old black magic that you weave so well Those icy fingers up and down my spine |
Μπλέκονται και αράχνες στους ιστούς που υφαίνεις. | We could tangle spiders in the webs you weave. |
"Εκεί κάθεται και υφαίνει μερόνυχτα ολόκληρα τον ιστό τον μαγικό με τα ζωηρά του χρώματα και εκεί άκουσε τον ψίθυρο που φθονερά της λέει πως κατάρα θα τη βρει εκεί αν παραμείνει και κοίταξε το Camelot χωρίς να γνωρίζει την κατάρα που θα 'ρθεί". | "There she weaves by night and day... a magic web with colors gay. She has heard a whisper say... a curse is on her if she stay... to look down on Camelot. She knows not what the curse may be". |
'Εκεί υφαίνει μέρα και νύχτα, | 'There she weaves by night and day |
Wu, ο πρώην σκέιτερ Ολυμπιακό ... υφαίνει το δρόμο του μέχρι πάγο κέντρο,? αυτός είναι Θα προσπαθήσουμε να διαιρέσει την άμυνα της Ισλανδίας. | Wu, the former Olympic skater... weaves his way up to center ice,;he's gonna try and split the Iceland defense. |
Όχι, είσαι ένας παραμυθάς, που υφαίνει ένα μαγικό χαλί από λέξεις και εντυπωσιάζεις τους πάντες, με τον τρόπο που χειρίζεσαι τον λόγο! | No, no, no, wait, you're a storyteller who weaves a magic tapestry of words, charming everyone around with your ingenious turn of phrase. |
Απλά βρήκα ότι η Πηνελόπη, υφαίνει βραδύτερα, από μια ηλικιωμένη γυναίκα. | I'm just noticing that Penelope weaves slower than an old woman. |
"πόσο μπλεγμένος είναι ο ιστός που υφαίνουμε.." | "O, what a tangled web we weave... |
Όλοι υφαίνουμε έναν ιστό από ψέματα. | "We all weave a web of lies." |
Αυτόν τον χειμώνα, θα έρχομαι τα βράδια και θα υφαίνουμε μαζί. | This winter, I'll come here at night and we'll weave together. |
Εδώ υφαίνουμε τα ρούχα μας. | This is where cloth is weaved. |
Εμείς υφαίνουμε τη δόξα σας | It is us who weave your glory |
Όπως κάποτε, δεν ξέρατε πώς να υφαίνετε ρούχα, πώς να φτιάξετε ένα τόξο. | Just as at one time you did not know how to weave cloth how to make a bow. |
Για ποιόν υφαίνετε; | For who do you weave? |
Απόρρητες πληροφορίες... Πώς υφαίνουν ένα χαλί. | Inside stuff, how they weave a rug. |
Αρχίζαμε να ανακαλύπτουμε τις κλωστές του κοσμικού μας χαλιού, όμως δεν ήμασταν ακόμα ικανοί να διακρίνουμε το πλούσιο μοτίβο που υφαίνουν ο χρόνος, ο χώρος, το φως και η βαρύτητα. | We were beginning to discover the threads of the cosmic tapestry, but we were not yet able to discern the rich pattern that time, light, space and gravity weave. |
Αυτό το περίπλοκο και θαυμάσιο δίκτυο νευρώνων έχει χαρακτηριστεί ένας μαγικός αργαλειός όπου εκατομμύρια σαϊτες που αναβοσβήνουν υφαίνουν ένα διαλυόμενο μοτίβο. | This intricate and marvelous network of neurons has been called an enchanted loom where millions of flashing shuttles weave a dissolving pattern. |
Είναι αράχνες που υφαίνουν τον ιστό τριγύρω σου. | They are spiders weave their web around you. |
Κι οι ουρανοί από πάνω, ήταν ένας τεράστιος μπλε πίνακας, όπου οι γενναίοι πιλότοι, Βρετανοί και Γερμανοί, μπορούσαν να υφαίνουν την φτερωτή τους τέχνη, χρησιμοποιώντας τον καπνό και φώσφορο. | And the skies above it were a giant blue canvas on which the brave airmen, British and German, could weave their feathered artistry using contrails and phosphorous. |
Ενας ιστός ψεμάτων που ύφανα οδήγησε στην πτώση μου. | And it was a crude web of lies that I wove that led to my downfall. See that guy there? |
Ο θεός που ύφανε αυτή τη σάρκα τους δίδαξε μετά να υφαίνουν το ύφασμα. και αυτή η χειρονομία μάς θυμίζει συνέχεια την ύφανση του κόσμου. | The god who wove this flesh taught them in turn to weave the cloth and this gesture sends back every second to the weaving of the world. |
Σας ύφανε. | I wove you. |
Τότε ένας μουσικός ύφανε γύρω της... μελωδία, | Then a music master wove around it a melody. |
και έτσι η τρυφερότητά τους ύφανε ένα ιστό προστασιάς γύρω σου; | so that their tenderness wove a web of protection around you? |
Καλλιέργησαν καλαμπόκι και φασόλια και ύφαναν λεπτό ύφασμα... και έφτιαξαν πανέμορφα χρωματισμένα κεραμικά. | They cultivated corn and beans and wove fine cloth... and fired beautifully painted pottery. |
Ενώ κοιμόσουν, ύφαινα ένα μη-ξεπεριπλέξιμο ιστό. | While you were sleeping, I was weaving an un-unravelable web. Un-unravelable? |
Από την οπτική των αστεριών η εξέλιξη ύφαινε περίπλοκες νέες μορφές από την αστρική ύλη στον πλανήτη Γη, και πολύ γρήγορα. | From the point of view of a star evolution was weaving intricate new patterns from the star stuff on the planet Earth, and very rapidly. |
Έχουμε υφάνει έναν ιστό, εσύ και εγώ, προσκολλημένο σ' αυτόν τον κόσμο, | We have woven a web, you and I, attached to this world |
Έχω υφάνει έναν τέτοιο ιστό ψεμάτων, δεν ξέρει το μέγεθός της, το βάρος ή την ηλικία της. | I've woven such a cocoon of lies, she doesn't know her size, weight, or even how old she is. |
Είναι σαν να έχουν υφάνει τα σεντόνια από ανοιξιάτικες ηλιαχτίδες. | It's like these sheets are woven from strands of warm springtime sunbeams. |
Πρέπει να το υφάνει η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού. | It must be woven by the most beautiful maiden in the village. |
Προκειμένου να αναπαραχθεί, η κελέα πρέπει να σταματήσει, υφαίνοντας χιλιάδες φωλιές σε πυκνές αποικίες. | In order to breed, the quelea must stop, weaving thousands of nests in tight colonies. |