- Βάσει του στρατιωτικού νόμου... πρέπει να κατάσχω την περιουσία σας και να καλέσω αμέσως την αστυνομία. | - Under the military law I'm expected to confiscate your property and summon the police at once. |
Έπρεπε να κατάσχω τα κινητά των παιδιών της! | I had to confiscate her kids' cell phones. |
Για πες μου, εξυπνάκια αν αυτή την στιγμή κατάσχω την τσάντα σου και την παραδώσω στον διευθυντή Ρόουαν... Τι θα βρούμε; | Tell me, smartass, if I were to confiscate your bag right now and go through it with Principal Rowen, what would we find? |
Θα πρέπει να το κατάσχω. | I'll have to confiscate it. |
Θέλω να κατάσχεις τα κινητά όλων. | I want you to confiscate everybody's cell phone. |
Τί έχει σειρά, κατάσχεις τα κορδόνια της και την ζώνη; | So what's next, you confiscate her shoelaces and belt? |
Τα σκυλιά δε δέχονται να κατάσχεις το παιχνίδι τους ως στοιχείο φόνου. | Well, it seems that stray dogs don't take too kind on having their chew toys confiscated as crime scene evidence. |
Όταν ένας δάσκαλος κατάσχει κάτι, καταλήγει εδώ. | Whenever a teacher confiscates something... it ends up here. |
Η κυρία Όντμποντ κατάσχει τα πάντα από όλους. | Miss Oddbod confiscates everything in sight. |
Σύμφωνα με την κατάπαυση πυρός της 3ης Μαρτίου ο Στρατός των ΗΠΑ κατάσχει ό, τι έκλεψε το Ιράκ απ'το Κουβέιτ. | By orders of the ceasefire signed in Safwan, March 3rd the United States military hereby confiscates all materials stolen by Iraq from the state of Kuwait. |
Το ταχυδρομείο τα κατάσχει, δεν υπάρχει όμως σύστημα καταστροφής τους. | The postal service confiscates these things, but there's no real system in place to dispose of it all. |
'Οσοι συμφωνούν να κατάσχουμε τη βάρκα του δύστυχου ν'αντιμετωπίσουμε ένα διήμερο επικίνδυνο ταξίδι στη Ρόδο χωρίς να'μαστε σίγουροι ότι θα φτάσουμε, σηκώστε το χέρι. | Whoever agrees with the sergeant to confiscate poor Aziz's boat... to face a very dangerous journey to Rhodes for two days... without any certainty of arriving, raise your hand. |
-Ας κατάσχουμε τη βάρκα. | - Let's confiscate the boat. - Why? |
Όταν ένας ασθενής μπαίνει, του κατάσχουμε οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φονικό όπλο. | When a patient checks in, we confiscate anything that could be used as a weapon. |
Όταν κατάσχουμε τις κασέτες, τις παραδίδουμε στην τοπική αστυνομία. | When we confiscate the tapes we immediately turn them over to local law enforcement. |
Όταν κατάσχετε ένα μεγάλο ποσό όλοι παίρνουν από κάτι στην διαδρομή. | You confiscate a large sum of money-- trust me, everybody takes their piece as the money moves up the ranks. |
Δεν μπορείτε να κατάσχετε τα τρωκτικά του Moρν. | You can't confiscate Morn's voles. |
Και μετά συλλαμβάνετε την κόρη μου και κατάσχετε το αυτοκίνητό μου. | And then you arrest my daughter... and want to confiscate my car. |
Πρέπει να του κατάσχετε τη φωτογραφική μηχανή! | We should've confiscated his camera! |
'Ο,τι κατάσχουν, το κρατάνε. | Whatever FRAT confiscates, FRAT keeps. |
- Και δε θέλουμε να μας κατάσχουν 250.000. | And we're not about to have them confiscate $250,000. |
Έρχονται, κατάσχουν τα αρχεία, παίρνουν τους υπολογιστές. | They confiscate the files and computers. |
Ήμουν τυχερός που δούλευα εκεί που κατάσχουν τις περιουσίες. | I was lucky to work where they sort confiscated goods. |
Βασικά, κατάσχεσα αυτό το φλασκί από ένα μαθητή. | In fact... I confiscated this flask off one of your students. |
Εδώ είναι η απόδειξη του στοιχείου και το τσιγάρο που κατάσχεσα. | Here's the evidence voucher and the joint I confiscated. |
Εδώ είναι οι πορνοταινίες που κατάσχεσα από τον Καμιγιάμα τον περσμένο μήνα. | These are porn movies I confiscated from Kamiyama last month. |
Λοιπόν τεχνικά εγώ... τη κατάσχεσα από κάποιους με πολύ άσχημο χαρακτήρα. | Well technically I uhh confiscated it from some very nasty characters. |
Αλλά θα μπορούσες να πεις ότι τα κατάσχεσες. | But you could say you confiscated them. |
Δεν πιστεύω να είδες ποιός το έκανε αυτό και... Και μετά κατάσχεσες το μαχαίρι του; | And then confiscated his knife? |
Επίσης κατάσχεσες υλικά. | You also confiscated materials. |
Η ψηφιακή κάρτα που κατάσχεσες ήταν κενή. | The digital card you confiscated from me was blank. |
- Το έκανα κι έχω και ωραία πλάνα. Μετά ο αστυνομικός κατάσχεσε και κατέστρεψε το κινητό μου. | I did and I got some good footage until the officer confiscated and destroyed my phone. |
Έκανα μια συμφωνία και το FBI κατάσχεσε το πρόγραμμα. | So I made a deal, the Feds confiscated the program... |
Έτσι, κατάσχεσε το αυτοκίνητό μου. | So she confiscated my car. |
Αυτό το καθίκι ο Ντουσέτ το κατάσχεσε! | That jerk Doucet confiscated it! |
- Τι λες για τις 87 ώρες βίντεο... που κατασχέσαμε απ' το λάπτοπ σου; | What about the 87 hours of footage we confiscated off your laptop? |
Έλεγξα 10 από τους Η/Υ που κατασχέσαμε από την Βιοϊατρική Γκράχαμ. | Been through 10 of these computers we confiscated from Graham biomedical. |
Ένα από τα βίο-τσιπάκια που κατασχέσαμε από την Τσέσαϊρ. | one of those bio-tech chips we confiscated off Cheshire. |
Αυτό το μοντέλο που κατασχέσαμε. | That model we confiscated. |
Ήρθα για τα φάρμακα που κατασχέσατε. | I am here for the medications which you confiscated. |
Ότι κατασχέσατε είναι σε αυτά τα δύο κουτιά; | Everything you confiscated from us is in these two boxes? |
Θα εξετάσω το όπλο που κατασχέσατε. Θα συγκρίνω τα αποτελέσματα με τις σφαίρες από το θύμα. | It's about test firing the confiscated weapon, then comparing the test rounds to the 9- mil bullets collected from your victim. |
Παιδιά, το λάπτοπ που κατασχέσατε από το κλάμπ, έσπασα τον κωδικό, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω κανένα από τα email. | Hey, you guys, this laptop you confiscated from his club, I cracked the password, but I can't read any of the emails. |
-Σωστά, δεν υπάρχει κρασί. Οι Ρωμαίοι το κατάσχεσαν όλο. | There isn't much wine around, the Romans have confiscated it. |
...περικύκλωσαν τηλεοπτικό σταθμό που θα πρόβαλε τα πλάνα και κατάσχεσαν την ταινία. | (TV) ...surrounded a TV station that was about to broadcast the footage and confiscated the film. |
Ήμουν εξοργισμένη όταν μου ακύρωσαν το διαβατήριο, το κατάσχεσαν, στο αεροδρόμιο, αλλά είχες δίκιο. | I was pretty furious when you had My passport lifted, confiscated, At the airport, but you were right. |
Ίσως η Μαρί δούλευε σε κάποιο απόρρητο, κυβερνητικό πρόγραμμα, και κατάσχεσαν τα δεδομένα. | Maybe Marie was working on a classified government project, and they confiscated her data. |
Και και κατασχέστε τα πάντα από το εργαστήριο του Ντα Βίντσι. | Oh, and er... ..have your men confiscate everything from Da Vinci's workshop. |
Υπολοχαγέ, κατασχέστε αυτά τα καταραμένα φλάουτα αμέσως! | Lieutenant, confiscate those damned flutes at once! |
- Θέλεις να ξέρεις ποιος τα αγόρασε. - Θέλουμε ονόματα... να μάθουμε που μένουνε. Και θα τους καλωσορίσουμε στην όμορφη πόλη μας κατάσχοντας τις φορητές τους βιντεοκάμερες. | We get names, find out where they're staying... and welcome them to our fine city by confiscating their camcorders. |
Έχουμε κατασχέσει την λίστα... με όλα τα ονόματα των Ιταλών. | We confiscated the list... with all the names of the full Italians. |
Από'δώ είναι τα όπλα που έχουμε κατασχέσει κι εδώ... | Over here are the confiscated weapons and this is where we keep... (Shouting aggressively) |
Αφού η κυβέρνησή μας έχει κατασχέσει τα όπλα μας... δε θα σας ζητήσω να συνεχίσετε. | Since our government's confiscated our weapons, I'm not going to ask you gentlemen to go any further. |
Δεν ξέρω απέξω τι και πόσα έχουμε κατασχέσει. Ξέρω εγώ. | I can't tell you offhand how many and what kind of weapons we've confiscated. |