Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καταφθάνω (arrive unexpectedly) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καταφθάνω
καταφθάνεις
καταφθάνει
καταφθάνουμε
καταφθάνετε
καταφθάνουν
Future tense
θα καταφθάσω
θα καταφθάσεις
θα καταφθάσει
θα καταφθάσουμε
θα καταφθάσετε
θα καταφθάσουν
Aorist past tense
κατέφθασα
κατέφθασες
κατέφθασε
καταφθάσαμε
καταφθάσατε
κατέφθασα
Past cont. tense
κατέφθανόμουν
κατέφθανόσουν
κατέφθανόταν
κατέφθανόμαστε
κατέφθανόσαστε
κάτεφθανόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
κατάφσου
καταφθάστε
Perfective imperative mood
να καταφθάνεις
καταφθάνετε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'arrive unexpectedly':

None found.