Κυρίες. Ξέρω ότι περιμένετε μια απολογία και σίγουρα πρέπει να σας δοθεί... αφού με τέτοιον τρόπο καταχράστηκα την φιλοξενία σας. | I know you're expecting an apology... and you certainly deserve it... after the way I abused your hospitality. |
Μαντάμ, θέλω απλώς να ξέρετε ότι δεν καταχράστηκα ποτέ τη φιλοξενία σας... .. .και δε θα σας επιστρέψω ποτέ τα γράμματα που μου έγραψε η Cecile. | Madame, I just want you to know that I've never abused your hospitality... and I will never give back the letters Cecile wrote to me. |
Προφανώς εγώ την καταχράστηκα. | l've obviously abused it. |
Κρατώ αυτή την επιστολή προς τον δρ. Κινγκ στον τοίχο μου, για να μου υπενθυμίζει ότι κι εγώ καταχράστηκα την εξουσία μου. | I keep that letter to Dr. King on my wall to remind me that I abused my power too. |
Μια θέση την οποία καταχράστηκες. | A position you have abused. |
Πιστεύοντας στην εντιμότητά σου, σου πρόσφερα, ενάντια σ'όλους τους κανόνες, μια ευκαιρία που εσύ καταχράστηκες με τον χειρότερο τρόπο. | Trusting you to be honorable, I afforded you, against all the rules, An opportunity that you have abused in the worst way. |
Ντάφνι, καταχράστηκες τις δυνάμεις σου, γιατί ήθελες να νιώσεις καλά με τον εαυτό σου, και δε νοιάστηκες καθόλου για τις συνέπειες. | Daphne, you abused your powers because you wanted to feel good about yourself, and you didn't give a damn about the consequences. |
Σε εμπιστευτήκαμε, σου δώσαμε ελευθερία στο χωριό μας, και εσύ καταχράστηκες αυτήν την εμπιστοσύνη. | We trusted you, gave you the freedom of our village, and you abused that trust. |
- Που δεν καταχράστηκες τη θέση σου; | That you didn't abuse your position to curry favor with me? |
Αυτός ο κύριος ξεδιάντροπα καταχράστηκε τη φιλοξενία μου. | This man has odiously abused my hospitality. |
"Ανακαλύψαμε πως ο Αξιωματικός καταχράστηκε την εξουσία του." | "We have found that Chamberlain Mutsuta abused his authority. |
Αυτή, μας κακομεταχειρίστηκε ! Μα καταχράστηκε ! | She abused us! |
Η Βιλάρ καταχράστηκε τη θέση της και είναι εγκληματίας. | V'Lar has been expelled for abuse of her position and criminal misconduct. |
Δε με ενοχλεί που γεννήθηκε αυτός καταχράστηκε το προνόμιο. | Hey, I don't resent him for being born but he abused the privilege. |
Κάναμε διάφορες μαλακίες με τις δυνάμεις μας, αλλά δεν τις καταχραστήκαμε. | We may have done sod all with our powers but we never abused them. |
Αλλά οι Γάτες είπαν ότι καταχραστήκαμε τη νέα μας δύναμη. | But the cats said we abused our newfound power. |