Φοβάμαι πως πρέπει να αποβάλλω τον γιο σας... εκτός αν είστε πρόθυμοι να δοκιμάσετε μια ακραία μη δοκιμασμένη και πιθανώς επικίνδυνη... | - I'm afraid I'll have to expel your son- - [ Gasps ] unless you're willing to try a radical, untested, potentially dangerous- |
Που συνεπάγεται, δυστυχώς... ότι ένα ακόμα παράπτωμα και... θα πρέπει να σε αποβάλλω. | Which means, unfortunately... that one more slip-up and... I have to expel you. |
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σε αποβάλλω.. ..και θα πρέπει να περιμένεις μία υποχρεωτική ψυχιατρική εκτίμηση. | I have no choice but to expel you and you should expect a mandatory psychiatric evaluation. |
Αλλά και πάλι θα πρέπει να σε αποβάλλω. | But I still might have to expel you. |
Βλέπεις αν δεν εξηγήσεις, θα πρέπει να σε αποβάλλω. | See if you don't explain, I'll have to expel you. |
Δεν μπορείς να αποβάλλεις την Μπρίτα. | No. You can't expel Britta, she's been here six years. |
Όταν αποβάλλεις έναν τελειόφοιτο που θα πάει στο Γέιλ, τραβάει την προσοχή του κόσμου. | Well, you expel one yale-bound senior, it gets people's attention. |
- Δεν είχες λόγους να την αποβάλλεις. | - You had no grounds for expelling her. |
Θα με αποβάλλεις? | You gonna expel me? |
- Θα με αποβάλλεις; | What are you gonna do, expel me? |
Αν μάθουμε πως χρησιμοποιείς παράνομα ή μη συνταγογραφημένα φάρμακα, δεν έχουμε άλλη επιλογή, από το να σε αποβάλλουμε. | If we find out that you're using unprescribed or illegal drugs, we'll have no choice but to expel you. |
Κοιτάξτε, αν τον αποβάλλουμε, θα γίνει χειρότερος, απ'ότι είναι τώρα. | Look, if we expel him, he's only going to fall further behind. |
Αν ξαναβρεθείς θετική όμως θα πρέπει να σε αποβάλλουμε. | If it is positive again, we must expel. |
Αν τον αποβάλλουμε, μπορεί να γίνει "πραξικόπημα". | If we expel him, there could be some sort of a coup d'état. |
Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεκαθαρίσω απολύτως. παύεις να είσαι μέλος του πληρώματος... σε αποβάλλουμε. | There is something about which I want to be very clear... even in success you will be expelled from the crew, cast out. |
Παραλίγο να με αποβάλλουν. | I almost got expelled! |
- Έπρεπε να μας αποβάλλουν όλους. | - They should've expelled all of us. |
Ευχήσου να καταφέρω να τους κάνω να μην τον αποβάλλουν. | Say a prayer that I can keep him from being expelled. |
Σε αποβάλλουν αν παλέψεις με μέλος του Συμβουλίου. | You get expelled if you fight with a council member. |
- Έπρεπε να σε αποβάλλουν. | Uh, you should've been expelled. |
Ειλικρινά, κ.Πέρκινς, αν δεν ήταν νεκρός,θα τον απέβαλα. | Quite frankly, Mr Perkins, if he wasn't dead, I'd have him expelled. |
Τον απέβαλα, έτσι; | I've expelled him, haven't I? |
Τέρας. Γιατί απέβαλες τον Μπούγκερμαν; | Why did you expel Boogerman? |
Αλλά, το σχολείο δεν τον απέβαλε ακόμη. | But the school won't be expelling Souleymane. |
- Μα, τι έγινε; Τον απέβαλε 2 βδομάδες. | He's been expelled for a fortnight. |
Φοβήθηκα πως θα με απέβαλε. | I was afraid he was going to expel me. |
Το Κλαμπ τον απέβαλε. | The Club expelled him. |
Φαίνεται ότι πήρε 10 με 20 αλλά απέβαλε αρκετά στο μαξιλάρι. | Looks like she took somewhere between 10 and 20, but she expelled quite a few of them into her pillow. |
Συνήθως θα χρειαζόσασταν ένταλμα γι' αυτό, ...αλλά θα το προσπεράσουμε γιατί τους αποβάλαμε απ' το παν/μιο. | Usually you'd need a warrant. But we'll forego the formality since I'm expelling them. |
Την αποβάλαμε. | - We've expelled her. |
Τους αποβάλαμε και τους δύο όταν η σύζυγός του μας είπε για την σχέση τους. | We expelled Marnie and this gentlemen when his wife told us about the affair. |
Και, Φίλιπ, ξαφνιάστηκα και απογοητεύτηκα που σε ξαναείδα στο σχολείο αφού σε αποβάλαμε! | And, Phillip, I'm surprised and disappointed to see you back on school grounds after being expelled! |