Επιβάλλω (impose) conjugation

Greek
53 examples

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
επιβάλλω
I impose
επιβάλλεις
you impose
επιβάλλει
he/she imposes
επιβάλλουμε
we impose
επιβάλλετε
you all impose
επιβάλλουν
they impose
Future tense
θα επιβάλω
I will impose
θα επιβάλεις
you will impose
θα επιβάλει
he/she will impose
θα επιβάλουμε
we will impose
θα επιβάλετε
you all will impose
θα επιβάλουν
they will impose
Aorist past tense
επέβαλα
I imposed
επέβαλες
you imposed
επέβαλε
he/she imposed
επιβάλαμε
we imposed
επιβάλατε
you all imposed
επέβαλαν
they imposed
Past cont. tense
επέβαλλα
I was imposing
επέβαλλες
you were imposing
επέβαλλε
he/she was imposing
επιβάλλαμε
we were imposing
επιβάλλατε
you all were imposing
επέβαλλαν
they were imposing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
επίβαλλε
be imposing
επιβάλλετε
impose
Perfective imperative mood
επίβαλε
impose
επιβάλετε
impose

Examples of επιβάλλω

Example in GreekTranslation in English
- Δε θέλω να επιβάλλω την παρουσία μου.- I don't want to impose.
Ήταν μάταιο να προσπαθώ να σου επιβάλλω την θέληση μου.I've learned the futility of trying to impose my will on yours.
Όλο αυτόν το καιρό προσπαθούσα να σου επιβάλλω τα σχέδιά μου για το δικό σου μέλλονYou know what I've been trying to do? I have been trying to impose my vision of your future on you.
Δε θέλω να του επιβάλλω την παρουσία μου.I don't want to impose.
Αλλά το θέμα είναι ότι αν επιβάλλεις τους νόμους της Γκαζόρπαζορπ στη Γη δεν είσαι καλύτερη από τους άντρες των οποίων οι κλανιές ας μην αναφέρετε.But the fact remains if you impose Gazorpazorp's laws on earth you're no better than the men whose farts shall remain unspoken
Αν πας να επιβάλλεις τη δημοκρατία σε όλο το κόσμο, πρέπει να πάρεις θέση ενάντια στις πολιτικές ελευθέριες.If you're going to impose democracy across the world, you've got to take a stand against civil liberties.
Αρκεί να μην τις επιβάλλεις στους άλλους.No, as long as you don't impose them on others.
Δεν κοίταξες καθήκον και τάξη, αλλά τα επιβάλλεις στη Τζορτζιάνα;You did not defer to duty and rank, and yet you impose those burdens on Georgiana?
- Τι πάει να πει "μοιραίο"; Μοιραίο είναι κάτι που μας επιβάλλει η ζωή με το ζόρι.It's when life imposes something you don't like.
Ένας κατάσκοπος του Aσσάρ μας επιβάλλει μια συνθήκη... πιο ατιμωτική και από αυτή που θα υπογράφαμε μετά από μια ήττα... ή μια στρατιωτική καταστροφή!A spy of Assar imposes a treaty on you, more shameful than one we would sign after a defeat and a military disaster!
Αυτός που επιβάλλει τους όρους της μάχης, επιβάλλει και τους όρους της ειρήνης.Who imposes the terms of the battle, will impose the terms of the peace.
Εγώ είμαι αυτός που επιβάλλει υποχρεώσεις τιμής.I am the one who imposes obligations of honor.
Όλα αυτά είναι δημιουργικές, κοινωνικά αποδεκτές ψευδαισθήσεις που επιβάλλουμε στην πραγματικότητα, για να κερδίσουμε κάποιον έλεγχο στις ζωές μας.These are all just highly creative socially accepted delusions that we impose on reality to try and gain some semblance of control over our lives.
Όπως θα ήταν απερίσκεπτο να σας επιβάλλουμε να πάρετε όρκους που δεν κατανοείτε πλήρως είναι συνετό τούτη η σεπτή ομήγυρης να σας αναφέρει ποια θα είναι τα καθήκοντά σας αν σας επιτραπεί η είσοδος εις την καρδίαν της.As it would be imprudent to impose obligations on you which you do not fully understand it is wise of this respectable assembly to tell you what your duties will be if they admit you into its heart.
Δεν προσπαθούμε να επιβάλλουμε τις αξίες μας στον κόσμο που αφήσαμε πίσω.We're not trying to impose our values on the world that we left behind.
Είμαστε πολύ ανοιχτοί. Αν δεν προσέξουμε... Αν δεν πάρουμε μέτρα για να επιβάλλουμε την τάξη...Now, if we don't watch out, if we don't take steps now to impose some new discipline, some decency, then we're in trouble.
Γιατί ο Πρόεδρος θέλει όχι μόνο να επιβάλλετε φόρους στο Μονακό, αλλά και να αποδώσετε τα κέρδη στη Γαλλία.Because the President wants you to not only impose income tax in Monaco, but to pay the proceeds to France.
Εξαιτίας της στυγνής τυραννίας που επιβάλλετε σ'αυτούς τους αθώους!Because of the cruel tyranny you impose on these innocents!
Και το θεωρείτε σωστό να επιβάλλετε τις αρχές σας σε ένα αθώο, 16χρονο, σαστισμένο κορίτσι;But you found it appropriate to impose your values on an innocent 16-year-old, confused girl.
Κυρία δικαστή, θα σας παρακαλούσα να μην επιβάλλετε την κουλτούρα μας πάνω...Again, your honor, I would urge you not to impose our culture on—
'νδρες και γυναίκες που μισούν και σκοτώνουν για να επιβάλλουν τις προτάσεις τους σε όποιον διαφωνεί μαζί τους.Men and women who hate and kill to impose their views on anyone who disagrees with them.
Αλλά να τον επιβάλλουν και να δημιουργούν θύματα;But to impose him on others... to victimize others in his name-
Αλλά οι οποίες επιβάλλουν κάποιους περιορισμούς στους ανύπνατρους ως προς τι αυτοί μπορούν να πούν σε κάποιον.But which impose certain restrictions on the unmarried as to what they can tell whom.
Αλλά πέστε μου, σαν επαγγελματίας αστυνόμος δεν νομίζετε πως πολλοί εγκληματίες συχνά επωφελούνται από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην αστυνομία τα δικαστήρια?But tell me, as a professional policeman... don't you find that hardened criminals often benefit from the restraints... imposed on the police by the courts?
Γι' αυτό επέβαλα καραντίνα!That's why I imposed a quarantine!
Και τον Βάγκνερ τον μισούσαν αλλά εγώ τους τον επέβαλα.I have imposed him on the whole world.
Τώρα, έτοιμος να εγκαταλείψω το έργο που επέβαλα στον εαυτό μου, βλέποντας το χρόνο που σπατάλησα και τη λύπη μου, καταράστηκα την περιέργεια αυτών που τον απόκοψαν απ' την αθώα, ευτυχισμένη του ζωή.Now, ready to renounce the task I had imposed upon myself, seeing the time I'd wasted and how deeply I regretted having known him, I condemned the curiosity of the men who had wrenched him away from his innocent and happy life.
Ένας όρος που επέβαλες για να βγω από το Σαιντ Κλαιρ.It was a condition you imposed on my release from St. Claire's.
Ήταν... αλλά είχε τη δική της, όχι μία που της επέβαλε ένας ψεύτικος προφήτης.Yes, she was, but it was her own... not imposed by a false prophet.
Αλλά στη περίπτωση της νεαρής κοπέλας στο δωμάτιο 6, φίλε μου, αυτή τη κοπέλα μας την επέβαλε η μυστική υπηρεσία.But in the case of the young lady in Room 6, my friend, that woman was imposed on us by the Secret Service.
Αλλά το 1971, με την οικονομία σε ύφεση ο Νίξον γύρισε την πλάτη στις ιδέες του Φρίντμαν... και επέβαλε μια πολιτική ελέγχου των τιμών και των μισθών.But in 1971, with the economy on a slump Nixon turned his back on Friedman's ideas and imposed the wage and prices control policy.
Αντίθετα, η ίδια η PhRMA πήγε στο Κογκρέσο... και επέβαλε αυτά τα νέα τέλη στην FDA, ουσιαστικά, αγοράζοντας το τμήμα... αξιολόγησης φαρμάκων της FDA... τόσο από την κυβέρνηση όσο και από το κοινό.Instead, PhRMA itself went to Congress and imposed these new fees onto the FDA, in essence purchasing the FDA's drug evaluation department from both the government and the public.
Οι όροι που επιβάλαμε ήταν τόσο σκληροί, που η Γερμανία ξόφλησε.Because the terms we imposed were so harsh that Germany was finished.
Στήσαμε οδοφράγματα και επιβάλαμε απαγόρευση της κυκλοφορίας.Put up checkpoints, imposed a curfew.
Θα σας παραχωρηθεί η κηδεμονία του Σάμιουελ αν παραδεχτείτε ότι είναι νόθο και ότι το επιβάλατε στον σύζυγό σας ενώ είναι του κου Γκάροου.Custody of Samuel shall reside with yourself. If you shall admit the child imposed upon your husband is the child of Mr Garrow.
Θα σας παραχωρηθεί η κηδεμονία του Σάμιουελ αν παραδεχτείτε ότι είναι νόθος και ότι τον επιβάλατε στον σύζυγό σας ενώ είναι του κου Γκάροου.Custody of Samuel shall reside with yourself... if you shall admit his illegitimacy and that the child imposed upon your husband is the child of Mr Garrow.
Θα σας παραχωρηθεί η κηδεμονία του Σάμιουελ αν παραδεχτείτε ότι το παιδί που επιβάλατε στον σύζυγό σας είναι του κου Γκάροου.Custody of Samuel shall reside with yourself... if you shall admit the child imposed upon your husband is the child of Mr Garrow.
'κουσες γι' αυτήν την ανήθικη καραντίνα, που επέβαλαν στην πόλη μας, η Ζόι Χαρτ και ο δήμαρχος Χέις;Did you hear about this immoral quarantine being imposed upon our town by Zoe Hart and Mayor Hayes?
Εκτός αυτού, ο στρατός της Ράνα επέβαλλε περιορισμούς σε όποιον ήταν αντίθετος στο καθεστώς, επέβαλαν στρατιωτικό νόμο.Besides, Ranna's forces clamped down on any opposition to the regime, imposed martial law.
Κάναμε πέρυσι μία έρευνα στις αναπτυσσόμενες χώρες και βρήκαμε ότι μέσα σε ένα χρόνο, σε 50 διαδηλώσεις, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι σε αναπτυσσόμενες χώρες διαδήλωσαν, προσπαθώντας να αλλάξουν τους κανόνες που τους επέβαλαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο... μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.We did a study last year that looked across developing countries and found that in the space of one year, in 50 protests, more than a million people from developing countries were out trying to change the rules that were being imposed on them by the World Bank and the IMF and locked down through the World Trade Organization.
Κι επέβαλαν τις αγρoτικές μεταρρυθμίσεις πρoς όφελoς αυτών των αγρoίκων.It was to benefit scum like this that the Agrarian Reform was imposed.
Όσο μας επιβάλετε την επιθυμία σας για ανωτερώτητα, θέλουμε η σκέψη και η επιστήμη να είναι ελεύθερες απο κάθε θρησκευτική, πολιτική η ακαδημαϊκή αρχή.While you impose your desire of supremacy, we want thought and science to be free from any religious, civil or academic authority.
Και τώρα έρχεστε εδώ όχι για να μας βοηθήσετε, αλλά για να σας βοηθήσουμε να επιβάλετε τη δικαιοσύνη σας σ' αυτόν που πήρε τη δικαιοσύνη στα χέρια του.And now you've come here not to help us but to ask our help so you can impose yourjustice on the only man who's taken justice into his own hands.
Με πιάνει τρόμος με τα στερεότυπα που εσείς άνδρες συνεχίζετε να προσπαθείτε να επιβάλετε σε εμάς τις γυναίκες.I'm simply appalled at the double standard you men keep trying to impose on us women.
Μην προσπαθείτε να επιβάλετε την μιζέρια σας στους άλλους λέγοντας συνέχεια,Stop trying to impose your misery on others by going around saying,
Αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, έχουν επιβάλει αυστηρή απγόρευση της κυκλοφορίας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου...Police and military units have imposed a strict curfew from sundown to sunup...
Ο στρατός έχει επιβάλει ένα μπλακάουτ επικοινωνιών σε ακτίνα 500-μιλίων, γύρω από Κόρτο Μαλτέζε εν μέσω αναφορών, σοβαρών καιρικών συνθών που επηρεάζουν τη μάχη.The military has imposed a communications blackout for the 500-mile area surrounding Corto Maltese amid reports of severe weather affecting the ongoing battle.
Προτιμά έναν ξένο που θα επιβάλει ο αυτοκράτορας, παρά κάποιον παιδικό του φίλο. Και ξέρετε τι μισώ πιο πολύ;He'd sooner see some foreigner imposed by the Emperor ruling us than back a man who has been his friend since childhood and do you know what I hate most?
Το δικαστήριο σας έχει επιβάλει ποινή επτά ετών. Από τα οποία εκτίσατε τα 4,5. Όλα σωστά;The court imposed a term of seven years four and a half of what you've served.
Είμαστε επιβάλλοντας άμεση απαγόρευση της κυκλοφορίας και Η κλείδωμα.We are imposing immediate curfew and lockdown.
Εδώ που τα λέμε, οι ψυχολόγοι λένε ότι, επιβάλλοντας όλους τους περιορισμούς στους εφήβους, τους αντιμετωπίζουμε σαν παιδιά, μέρος του μεγάλου μας σχεδίου να παρατείνουμε την παιδική ηλικία.In fact, psychologists say that, by imposing all the restrictions that we do on teenagers, we are infantilizing them... part of our grand scheme to extend childhood.
Και με τη βύθιση θερμοκρασίας στη μέση του επιβάλλοντας σκοταδιού της νύχτας,.. .. οι πιθανότητες είναι βεβαίως ενάντια στον νεαρό Άνταμ.And with the temperature plunging amidst the imposing darkness of night, the odds certainly are against young Adam.
Λοιπόν, λες ότι την ίδια ώρα που εισβάλεις σε ένα κυρίαρχο έθνος, επιβάλλοντας ένα άθεο σύστημα επάνω σε ελεύθερους, θρησκευόμενους ανθρώπους.So, you're saying that at the same time you're invading a sovereign nation, imposing a godless system on a free, religious people--

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'impose':

None found.
Learning Greek?