Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αποκαρώνω (compensate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αποκαρώνω
αποκαρώνεις
αποκαρώνει
αποκαρώνουμε
αποκαρώνετε
αποκαρώνουνε
Future tense
θα αποκαρώσω
θα αποκαρώσεις
θα αποκαρώσει
θα αποκαρώσουμε
θα αποκαρώσετε
θα αποκαρώσουνε
Aorist past tense
αποκάρωσα
αποκάρωσες
αποκάρωσε
αποκαρώσαμε
αποκαρώσατε
αποκάρωσαν
Past cont. tense
αποκάρωνα
αποκάρωνες
αποκάρωνε
αποκαρώναμε
αποκαρώνατε
αποκάρωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αποκάρωνε
αποκαρώνετε
Perfective imperative mood
αποκάρωσε
αποκαρώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'compensate':

None found.