Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να μεταβάλλω ορισμένους αγωγούς, για να ανοίξω ένα κανάλι μεταφοράς, αλλά αυτό δεν μπορώ να το κάνω από εδώ. | In order for that to happen, I have to alter certain conduits To open up a transfer channel, |
Καλά, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να μεταβάλλω τη συνείδησή μου. | There are plenty other ways for me to alter my consciousness. |
Έτσι, στη γονιδιακή θεραπεία, παίρνεις έναν ιό και τον μεταβάλλεις. | Okay, so in gene therapy, you take a virus and you alter it, right. |
Αλλάζοντας τυχαία κάτι στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεις το μέλλον; | Accidentally changing something in the past, thus altering the future? |
Δεν μπορείς να κάνεις κάτι, όπως να μεταβάλλεις την πόλωση του συκωτιού σου για να επεξεργαστείς το αλκοόλ; | Can't you do something like, I don't know, alter the polarity of your liver to process the alcohol or something? |
Θα μεταβάλλεις... την αιτία των γεγονότων σημαντικά. | You'll be altering... the course of events significantly. |
Και δεν μπορείς να μεταβάλλεις την ποινή; | And you can't alter the sentence? |
Ενίσχυση και εξάλειψη θορύβου κάνουν τα λόγια πιο κατανοητά, αλλά μεταβάλλει τη χροιά και τον τόνο. | Enhancement and noise cancellation increase intelligibility, but it alters timber and tone. |
–Σου μεταβάλλει τον γευστικό κάλυκα. | It alters your taste buds. |
Έτσι, αλλάζοντας αυτόν τον κόσμο, μεταβάλλουμε το ίδιο το περιβάλλον που επέτρεψε στην ανθρώπινη φυλή να ευδοκιμήσει. | So, in changing this world, we're altering the very environment that has allowed the human race to thrive. |
Έχουμε αρχίσει να μεταβάλλουμε το πρότυπο των καταναλωτών για την ομορφιά στην Κένυα, τη Βραζιλία και τη Ρωσία. | We have begun to alter consumers' concept of beauty in Kenya, Brazil, and Russia. |
Καταφέραμε να μεταβάλλουμε τους ιούς μετατρέποντάς τους στο απόλυτο εμβόλιο. | We've been able to alter the viruses transforming them into the ultimate vaccine. |
Ούτε καν ελάχιστα να το μεταβάλλουμε. | Or even ever so slightly alter it. |
Όμως, μεταβάλλουν την πυγμή και τα κίνητρά σου προς όφελος των Companions. | However, they also alter your motivational imperative in the Companions favor. |
Αυτά τα εξάγωνα, αρχίζουν με τη μαγεία, αλλά να ριζώσει, μεταβάλλουν την ίδια χημεία του εγκεφάλου. | These hexes, they start with magic, but as they take root, they alter the very chemistry of the brain. |
Επικίνδυνες εξελίξεις μεταβάλλουν διαρκώς τον χώρο του εγκλήματος. | Dangerous advancements forever alter the criminal landscape. |
Επικίνδυνες εξελίξεις... μεταβάλλουν διαρκώς τον χώρο του εγκλήματος. | Dangerous advancements forever alter the criminal landscape. |
Ό,τιήτανμέσασεαυτότοαυγό μετέβαλε τη στάση τους. | Whatever was inside that egg altered their behavior. |
Μήπως μετέβαλε κάποιες απ'τις παραμέτρους; Έχω κοιτάξει την τεκμηρίωσή του. | Could he have altered one of the variables? |
Κάτι πολύ σημαντικό μετάβαλε τον χρόνο σου. | Something very significant altered your timeline. |
Νομίζετε πως μετάβαλε τη φυσιολογία σας; | You believe that altered you physically? |
"Πώς ο άνθρωπος έχει μεταβάλει τα γονιδιώ- ματα των ειδών με την πάροδο χιλιετιών;" | "how have humans altered the genomes of species for thousands of years?" |
Έχετε μεταβάλει τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις ενός ολόκληρου πλανήτη. | You've altered the perceptions and beliefs of an entire planet. Yeah. |
Λοιπόν, υποθέτω ότι θα μπορούσε να μεταβάλει τη πυκνότητά του... | Well, I suppose he could have altered his density.... |
Ένα πέρασμα κάτω από τα ρουθούνια προσφέρει στο ανθρώπινο οσφρητικό σύστημα μια πηγή προσαρμοζόμενων οσμών, μεταβάλλοντας αποτελεσματικά τους οσφρητικούς υποδοχείς του εγκεφάλου. | One swipe under the nostrils provides the human olfactory pathway with a source of cross-adapting odorants, effectively altering the brain's smell receptors. |
Επαναστατικοί, και πρόθυμοι να πειραματιστούν, βρήκαν το φως τους, μεταβάλλοντας τη συνείδησή τους. | Rebellious, and willing to experiment, they found their light, altering their consciousness. |