Τι χυδαία, τι συκοφαντική μόδα να αμφισβητείς το δικαστήριο! | The scurrilous, slanderous rogue, to question the findings of the law! I defy him! |
Μην αμφισβητείς τις αποφάσεις μου. | Don't question my decisions again. |
Μην αμφισβητείς τις οδηγίες μου. | You are not to question my instructions. |
Αν αμφισβητείς τις μεθόδoυς τoυ Tρίσταν 'νταμς... | Captain, if you're questioning the methods of a man like Tristan Adams... |
Τολμάς να με αμφισβητείς; | How dare you question my verses! |
Δεν αμφισβητούμε την ικανότητα ή τον ηρωισμοό της ομάδας σας. | We do not question the ability or the heroism of your members. |
- Αλλά αμφισβητούμε την πολιτική σας προσέγγιση. | - But we do question your approach. |
Ως αναζητητές της αλήθειας, πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι και να αμφισβητούμε και τις δικές μας ιδέες καθώς θα ερευνούμε. Ώστε να αποφύγουμε την προκατάληψη και τον απρόσεκτο τρόπο σκέψης. | As seekers after truth, we must also suspect and question our own ideas as we perform our investigations, to avoid falling into prejudice or careless thinking. |
- Τότε τα αμφισβητούμε εμείς! | Then question them! |
Πρώτον έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να αμφισβητούμε το δικαίωμα τέλεσης γάμου από τον κύριο Γουίλαμσον. | In the first place, we are very safe in questioning Mr. Williamson's right to solemnize a marriage. |
'λλοι μπορεί να αμφισβητούν τις μεθόδους με τις οποίες κατέχει... τον πολιτικό έλεγχο της χώρα, για ένα τέταρτο του αιώνα. | Others may question the methods by which he has held... political control of the county for a quarter of a century. |
Δυστυχώς κύριοι, όταν αμφισβητούν την ακεραιότητα μου, ακυρώνουν ταυτόχρονα τις ανακαλύψεις του δρ Λίβινγκστοουν, | Unfortunately gentlemen, when you question my integrity You nullify at the same time the discoveries of Dr.Livingstone. |
που οι άνθρωποι άρχισαν να αμφισβητούν. Απότομα ξεσπάσματα βίας ξεκίνησαν. | But the day came, here in Anatolia, as everywhere there's oppression... when people began to question. |
Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αμφισβητούν κάθε κίνηση μου, χωρίς να ξεκινω απο σενα. | Drop it. There are enough people questioning my every move, without you starting. |
Και μου επιτίθενται, με πειράζουν, με αμφισβητούν. | And they attack me, tease me, they question me |
Κανείς δε θα αμφισβητήσει τα κίνητρα σου. | No one will question your motives. |
Αν δεχτώ τη μοίρα μου, κανείς δε θα αμφισβητήσει την τιμή του λαού μας, ούτε θα τον τιμωρήσει για το δικό μου έγκλημα. | If I accept my fate, no one will question the honor of our people or punish them for my crime. |
Μία μάρτυρας που θα αμφισβητήσει το άλλοθι του κ.Μπίσομπ. Θέλουμε να τροποποιήσουμε την λίστα μαρτύρων για να συμπεριλάβουμε την Τζούντι Μπίσομπ, την αδερφή του κατηγορουμένου. | A witness who will question Mr. Bishop's alibi. We would like to amend the witness list to include Judy Bishop, the sister of the accused. |
Και όταν θα φτάσω, θα αμφισβητήσουν την αξία μου. | And when I arrive, they will question my worthiness. |
Ποτέ δεν αμφισβήτησα την κρίση σας, Εξοχότατε. | I have never questioned Your Lordship's judgment. |
Μιά φορά την αμφισβήτησα, δεν το ξανακάνω. | I questioned it once, it will not be questioned again. |
- Δεν αμφισβήτησα τις ικανοτητές σας. | - I'm not questioning your competence. |
Ποτέ δεν το αμφισβήτησα αυτό. | There is no question of that in my mind. |
Πoτέ δεν αμφισβήτησα τις εντoλές ή την ευφυία ενός αντιπρoσώπoυ της Ομoσπoνδίας. | Starfleet Command will hear about this... I have never questioned the orders or the intelligence of any representative of the Federation. |
Μη μου πεις ότι δεv αμφισβήτησες ποτέ αυτή Tου τηv κρίση. | Oh, come on. Don´t tell meyou never questioned the judgment, Serendipity. |
- Μα αμφισβήτησες τις ικανότητές μου. | - But you questioned my skills. |
Λένε πως αμφισβήτησες τους αξιωματικούς του Τζόμπσον. | Word is, you've been intimidating Jobson's officers, questioning their integrity. |
Ξεσήκωσες τα βοηθητικά στρατεύματα και λιποτάκτησαν, αμφισβήτησες την εξουσία μου, διακινδυνεύοντας την θέση μου στη σύγκλητο. | By stirring the auxiliary to desertion. Calling my command into question, imperilling my standing with the senate. |
'σχετα από το πόσες φορές αμφισβήτησες τις αποφάσεις σου ή τα έβαλες με τον εαυτό σου ξέρω ξέρω μέσα απ' την καρδιά μου, ότι εν κατακλείδι ο Ντον Επς είναι μια δύναμη. | You know, and regardless of how many times you've questioned your decisions, or you've beat yourself up, I know... I know in my heart, in the end, Don Eppes is a force. |
Ο Sebastião είχε δει την καρδιά του σκότους κι αμφισβήτησε έντονα τη δουλειά του ως κοινωνικός φωτογράφος και ως μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης. | Sebastião had peered into the heart of darkness and he questioned his work as a social photographer and witness to the human condition. |
Αυτό το παιδί μεγάλωσε μέσα σε αίμα και σκοτωμούς και ποτέ δεν αμφισβήτησε τίποτα. | This boy was brought up in a time of blood and dying, and never questioned a bit of it. |
Βγήκαν εντάξει αλλά ο Ανθ. Πίντερ με αμφισβήτησε επειδή δέχθηκα μια διακύμανση του 0,023. | They checked out, but Lt Pinder questioned me because I allowed a 0.023 variance. |
Ποτέ δεν αμφισβήτησε την κοσμιότητα της συμπεριφοράς της μαντάμ Ολένσκα. | It had never for a moment questioned the propriety of Madame Olenska's conduct. |
Ποτέ δεν αμφισβήτησε τη συζ υγική πίστη του 'ρτσερ. | It had never questioned Archer's fidelity. |
Μας είπε πως ήταν μοναδικός και δεν τον αμφισβητήσαμε ποτέ. | He told us he was the only one and we never questioned it. |