Κύριε Πρόεδρε, αιτούμαι διακοπή ώστε να μιλήσω με τον πελάτη μου. | Your Honor, I'd like to request a recess so I can confer with my client. |
Όταν αιτείσαι όπλα χωρίς σειριακό αριθμό δεν πρέπει να 'σαι τόσο επιλεκτικός. Αμερικάνοι; | When requesting weapons with no serial numbers, one cannot be so selective. |
Έχουμε πληρώσει όλα τα χρέη της και αιτούμαστε να ανοίξει η εταιρία της. | We have payment in full, discharging her debt, and are requesting her doors be reopened. |
Είμαστε πέντε μίλια έξω αιτούμαστε επείγουσα διακομιδή. | We're four mikes out, requesting hot extract. |
Εδώ φορτηγό πλοίο Κομπίριαν Ρακ-Μιούνις αιτούμαστε άδεια ελλιμενισμού. | This is the Kobheerian Freighter Rak-Minunis requesting permission to dock. |
Επαναλαμβάνω, αιτούμαστε διακομιδή! | I said, request medevac! |
Κ. Πρόεδρε, αιτούμαστε της ευκαιρίας να συζητήσουμε συμβιβασμό με την Πολιτική Αγωγή. | Your Honor, we request an opportunity to discuss a plea with the prosecution. |
Ντετέκτιβ αιτούνται βοήθεια στο 122 της 122 Ντίτμαρς. | 5-4 detectives requesting a 10-13, 122 Ditmars. |
Το αιτήθηκα. | I requested it. |
Έχουμε αιχμαλώτους όπως αιτήθηκε. | We have prisoners as requested. |
Ανώνυμα, όπως αιτήθηκε η εισαγγελία. - Ποιο είναι το όνομα της; | Anonymously - as the prosecution has requested. |
Η Μητροπολιτική Αστυνομία του Δυτικού Γιορκσάιρ αιτήθηκε την κράτησή σας για οκτώ ημέρες ακόμη. | Mr. Myshkin, the West Yorkshire Metropolitan Police have requested that you be held in custody for a further eight days. |
Μάλιστα αφέντη...αιτήθηκε άδεια ώστε να ξεπεράσει την κοπωσή του. | That is correct. He requested leave because he wasn't feeling well. |
Στις 6 Οκτωβρίου, ένα G4 με Καναδικά αναγνωριστικά... αιτήθηκε επείγουσα προσγείωση συντήρησης στο Γουίλου Ραν. | On October 6th, a g4 with Canadian tail numbers requested an emergency maintenance landing at willow run. |
Δεν αιτηθήκαμε κάτι τέτοιο. | That... That is not what we requested. |
Και όπως αιτηθήκατε, έχει καθαρό ορίζοντα και δεν εμποδίζεται από κάποιο κτίριο. | And as you requested, it has clear lines of sight and is not overlooked by any building. |
Πριν φύγετε και οι δυο αιτηθήκατε... άδεια για το Σάββατο, αλλά χρειάζομαι μια να εργαστεί. | Before you go, both of you requested to have this Saturday off, but I need one of you to work. |
Σας διαβεβαιώ, ότι είναι σωστή, τροποποιημένη με τα πλεονεκτήματα που αιτηθήκατε. | I assure you, that's correct, amended by the percentages you requested. |
Το Υπουργείο Εσωτερικών αποδέχθηκε το αίτημα τους... για αναστολή των μέτρων κατά του Neruda... που είχαν αιτηθεί απο την κυβέρνηση της Χιλής. | The Home Office has accepted their protest... by suspending the measures against Neruda... requested by the Chilean government. |
Μεταξύ μας, έρχομαι αιτούμενος των υπη- ρεσιών σας, ως τρίτο μη εμπλεκόμενο μέρος. | Between you and me, I come here requesting your services as a "friend of the court." |
Σου στέλνω μερικά ακόμα e-mail, από τον Στ. Όουενς προς τον υπεύθυνο προσωπικού της Φάικορπ, αιτούμενος τη μεταφορά σου στο Σινσινάτι! | I'm sending you some more emails from Stuart Owens to the head of Phicorp Human Resources requesting your transfer to Cincinnati. |